Kargins/Επιτροπή – Οι μηχανισμοί της προδικαστικής παραπομπής (αρ. 267 ΣΛΕΕ) και της συνεργασίας της Επιτροπής με τα εθνικά δικαστήρια (αρ. 29 του Κανονισμού 2015/1589) αλληλοσυμπληρώνονται και δεν αποκλείουν ο ένας τον άλλον
Παρέμβαση της Επιτροπής σε εθνικό δικαστήριο – T-350/23
Το 2008, ο κ. Rems Kargins κατέστη δικαιούχος μίας τραπεζικής κατάθεσης που είχε γίνει στην τράπεζα Parex banka για περίοδο επτά ετών με ετήσιο επιτόκιο 12% επί του κατατεθειμένου ποσού. Η κατάθεση είχε συμφωνηθεί ότι θα χρησιμοποιούνταν από την εν λόγω τράπεζα ως κεφάλαιο μειωμένης εξασφάλισης. Λόγω της τραπεζικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, η Λετονία κατήρτησε ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης της Parex banka, το οποίο προέβλεπε τη διάσπαση των περιουσιακών στοιχείων και των δραστηριοτήτων της, προκειμένου να δημιουργηθούν δύο νέες τράπεζες: η «καλή τράπεζα», η οποία θα πωλούνταν τελικά σε ιδιώτη επενδυτή και η «κακή τράπεζα» (Reverta), η οποία θα παρέμενε στην ιδιοκτησία του λετονικού δημοσίου και στην οποία θα ανήκε μέρος των μη βασικών και μη εξυπηρετούμενων περιουσιακών στοιχείων της πρώην τράπεζας. Η Επιτροπή ενέκρινε το σχέδιο βάσει των Κατευθυντηρίων Γραμμών 2004 για τη διάρθρωση και αναδιάρθρωση (SA.28561/2011 & SA.36612/2014). Μετά τη διάσπαση της Parex banka, η κατάθεση του κ. Kargins μεταβιβάστηκε στη Reverta, η οποία συνέχισε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της, καταβάλλοντάς του τακτικά τόκους. Το 2012, ο κ. Kargings άσκησε αστική αγωγή κατά της Reverta, ζητώντας να του καταβληθεί το ποσό της κατάθεσης. Οι ισχυρισμοί του έγιναν δεκτοί τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό αστικής δικαιοδοσίας. Το 2016, όμως, η Reverta άσκησε αίτηση αναιρέσεως και στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης, το λετονικό Υπουργείο Οικονομικών ενημέρωσε την Επιτροπή πως η επίμαχη υπόθεση θα μπορούσε να είναι δυνητικά αντίθετη προς τις παραπάνω εγκριτικές αποφάσεις της και την κάλεσε να παρέμβει ως amicus curiae δυνάμει του άρθρου 29 (2) του Κανονισμού 2015/1589. Πράγματι, η Επιτροπή άσκησε παρέμβαση και υπέβαλε παρατηρήσεις ως amicus curiae ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Λετονίας, το οποίο εντέλει έκανε δεκτή την αναίρεση της Reverta. Κατόπιν τούτων, ο κ. Kargings άσκησε την παρούσα αγωγή αποζημιώσεως κατά της Επιτροπής, ισχυριζόμενος ότι παρανόμως είχε παρέμβει στην εθνική αναιρετική διαδικασία.
Το ΓεΔΕΕ σημείωσε αρχικά ότι στο μέτρο που τόσο η Επιτροπή όσο και τα εθνικά δικαστήρια καλούνται να εφαρμόσουν τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ, οι μηχανισμοί συνεργασίας, όπως αυτοί που προβλέπονται στο άρθρο 29 του Κανονισμού 2015/1589, οι οποίοι επιτρέπουν, αφενός, στα εθνικά δικαστήρια να ζητούν από την Επιτροπή πληροφορίες ή γνώμες σχετικά με την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων και, αφετέρου, στην Επιτροπή να διατυπώνει γραπτές ή προφορικές παρατηρήσεις ενώπιον των εν λόγω δικαστηρίων, πρέπει να θεωρούνται χρήσιμοι για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων της ΣΛΕΕ.
Εν συνεχεία, το ΓεΔΕΕ διαπίστωσε ότι ο μηχανισμός που προβλέπεται στο άρθρο 29 του Κανονισμού 2015/1589 δεν αντίκειται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει ότι η παρέμβαση της Επιτροπής, είτε κατόπιν αιτήσεως των εθνικών δικαστηρίων είτε με δική της πρωτοβουλία, επηρεάζει ή προδικάζει τη δυνατότητα ή την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Πρώτον, ο μηχανισμός που προβλέπεται στο άρθρο 29 εντάσσεται στο πνεύμα της καλόπιστης συνεργασίας και συνιστά στήριξη των εθνικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι οι παρατηρήσεις της Επιτροπής δεν είναι δεσμευτικές για τα εν λόγω δικαστήρια. Δεύτερον, η εξουσία ή η υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να υποβάλλουν προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ βασίζεται στις αρχές της ομοιόμορφης εφαρμογής και της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου. Έτσι, τα εθνικά δικαστήρια έχουν την εξουσία και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την υποχρέωση να υποβάλλουν προδικαστική παραπομπή μόλις διαπιστώσουν, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων, ότι η ουσία της διαφοράς αφορά ζήτημα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του πρώτου εδαφίου του εν λόγω άρθρου. Ένα εθνικό δικαστήριο, αφού λάβει παρατηρήσεις από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 29, σχετικά με ζήτημα που αφορά την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ, μπορεί στη συνέχεια να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ για το ίδιο ζήτημα, σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, οι μηχανισμοί που προβλέπονται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 29 του κανονισμού 2015/1589 είναι συμπληρωματικοί και δεν αποκλείουν ο ένας τον άλλον.
Περαιτέρω, ο μηχανισμός του άρθρου 29 δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 108 ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 108 (2) ΣΛΕΕ, η Επιτροπή μπορεί να παραπέμψει απευθείας στο ΔΕΕ, στο πλαίσιο διαδικασίας επί παραβάσει, ένα κράτος μέλος που δεν συμμορφώνεται με απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται ότι η κρατική ενίσχυση δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά. Ωστόσο, από το άρθρο 108 ΣΛΕΕ δεν προκύπτει ότι η δυνατότητα της Επιτροπής να παραπέμψει την υπόθεση απευθείας στο ΔΕΕ αποκλείεται από το γεγονός ότι η Επιτροπή παρενέβη ως amicus curiae σε εθνική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 29. Ομοίως, από την τελευταία διάταξη δεν προκύπτει ότι το δικαίωμα παρέμβασης ως amicus curiae εξαρτάται από το εάν η Επιτροπή μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 108 (2) ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, η παρέμβαση της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 29 του Κανονισμού 2015/1589, δεν θίγει τη διαδικασία που μπορεί να κινήσει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.
Το ΓεΔΕΕ έκρινε, τέλος, ότι ο μηχανισμός που προβλέπεται στο άρθρο 29 του Κανονισμού 2015/1589 παρέχει επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις. Οι παρατηρήσεις της Επιτροπής πρέπει να υποβάλλονται σύμφωνα με τους εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διασφαλίζουν τα δικαιώματα των διαδίκων και την ανεξαρτησία των εθνικών δικαστηρίων. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της εν λόγω εθνικής διαδικασίας εφαρμόζονται οι εγγυήσεις που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο και από τα άρθρα 19 ΣΕΕ και 47 ΧΘΔΕΕ.
Στη βάση αυτή, το ΓεΔΕΕ απέρριψε την αγωγή αποζημιώσεως.



