Ryanair & Ryanair Sun/Επιτροπή – Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι κάποιο άλλο πιθανό μέτρο ενίσχυσης, το οποίο εξ ορισμού θα ήταν υποθετικό, δεν θα ήταν καταλληλότερο και λιγότερο στρεβλωτικό για τον ανταγωνισμό από ό,τι το εξεταζόμενο. Για τον προσδιορισμό της νομιμότητας της απόφασης της Επιτροπής βάσει του άρθρου 107 (3) (β) ΣΛΕΕ, δεν λαμβάνεται υπόψη η προηγούμενη πρακτική λήψης αποφάσεών της, αλλά αποκλειστικά ο τρόπος εφαρμογής του άρθρου αυτού στη συγκεκριμένη υπόθεση
Επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού στις αερομεταφορές – T-398/21
Η εταιρεία Polska Grupa Lotnicza S.A. (PGL), η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου στο πολωνικό δημόσιο ελέγχει κατά 100% την εταιρεία Polskie Linie Lotnicze “LOT” S.A (LOT). Η LOT, με τη σειρά της, είναι μητρική των εταιρειών LOT Crew, LOT Team, LOT Travel, LOT Cabin Crew και Central Europe Engine Services.
To 2020, λόγω των επιπτώσεων που υπέστη η LOT από την πανδημία του κορωνοϊού, η Πολωνία κοινοποίησε στην Επιτροπή καθεστώς που αποτελείται από δύο ad hoc ενισχύσεις υπέρ της και συγκεκριμένα: α) ένα επιδοτούμενο δάνειο, ύψους περί τα 400.000.000 ευρώ και β) μία εισφορά κεφαλαίου με σκοπό την ανακεφαλαιοποίηση, ύψους 250.000.000 ευρώ. Η Επιτροπή έκρινε το καθεστώς συμβατό βάσει του Προσωρινού Πλαισίου 2020 λόγω κορωνοϊού (SA.59158/2020). Οι εταιρείες Ryanair και Ryanair Sun άσκησαν κατά της παραπάνω απόφασης της Επιτροπής την παρούσα προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του ΓεΔΕΕ.
Το ΓεΔΕΕ σημείωσε αρχικά ότι, μολονότι ο δικαστικός έλεγχος είναι περιορισμένος όσον αφορά τις σύνθετες οικονομικές και κοινωνικές εκτιμήσεις της Επιτροπής, εντούτοις ο έλεγχος αυτός είναι πλήρης όσον αφορά τις αξιολογήσεις που δεν περιλαμβάνουν τέτοιες εκτιμήσεις ή όσον αφορά ζητήματα καθαρά νομικής φύσεως.
Εν πρώτοις, αξιολογήθηκε το σημείο 49 (α) του ΠΠ 2020, το οποίο ορίζει πως ελλείψει του επίμαχου μέτρου ο δικαιούχος θα αναγκαζόταν να σταματήσει τις δραστηριότητές του ή θα αντιμετώπιζε σοβαρές δυσκολίες για να τις διατηρήσει. Το ΓεΔΕΕ συμφώνησε με την Επιτροπή ότι, καθώς απομειώνονταν σταδιακά τα ίδια κεφάλαια της LOT, επηρεαζόταν σοβαρά η ρευστότητά της και απειλούνταν βραχυπρόθεσμα η φερεγγυότητά της, όπως προκέπυτε από χρηματοοικονομικές προβλέψεις για την περίοδο 2020-2025. Ελλείψει του μέτρου ανακεφαλαιοποίησης, τα ίδια κεφάλαια της LOT θα μειώνονταν σημαντικά και θα γίνονταν αρνητικά. Ελλείψει της ενίσχυσης, η αξία θα συνέχιζε να μειώνεται και το ταμειακό έλλειμμα θα επιδεινωνόταν την περίοδο 2020-2021. Συνεπώς, το επίμαχο μέτρο απέτρεψε τόσο την αφερεγγυότητα της LOT όσο και την ύπαρξη σοβαρών δυσκολιών στη συνέχιση των δραστηριοτήτων της.
Όσον αφορά το σημείο 49 (β), το οποίο προβλέπει ότι το μέτρο ανακεφαλαιοποίησης πρέπει να είναι προς το κοινό συμφέρον, το ΓεΔΕΕ συμφώνησε με την Επιτροπή ότι η LOT είχε συστημική σημασία για την πολωνική οικονομία από πολλές απόψεις, ήτοι, ιδίως, για την απασχόληση και τη συνδεσιμότητα, και ότι, ως εκ τούτου, ήταν προς το κοινό συμφέρον μία κρατική παρέμβαση να αποτρέψει τις αρνητικές συνέπειες της ενδεχόμενης πτώχευσης της LOT.
Επί της ενδεχόμενης δυνατότητας χρηματοδότησης της LOT από την αγορά βάσει του σημείου 49 (γ), το ΓεΔΕΕ συμφώνησε με την Επιτροπή ότι η LOT δεν είχε τέτοια δυνατότητα, καθώς, μη όντας εισηγμένη στο χρηματιστήριο και αντιμετωπίζοντας εκείνη την εποχή υψηλές λειτουργικές ζημίες που αποδυνάμωναν τη θέση των ιδίων κεφαλαίων και της ρευστότητάς της, θα ήταν απίθανο να αποκτήσει εύκολη πρόσβαση στις αγορές χρέους ή μετοχών με προσιτούς όρους και εντός του χρονικού πλαισίου που απαιτείται για την αποφυγή πιθανής αφερεγγυότητας. Οι πολωνικές αρχές είχαν τεκμηριώσει ότι, πρώτον, η LOT δεν ήταν σε θέση να έχει πρόσβαση σε χρηματοδότηση από τις πολωνικές τράπεζες χωρίς κρατική παρέμβαση και, δεύτερον, ότι οι πολωνικές αρχές είχαν εγκρίνει ένα οριζόντιο πρόγραμμα κρατικών ενισχύσεων για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της επιδημίας του κορωνοϊού για τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά το ποσό της ενίσχυσης που χρειαζόταν η LOT υπερέβαινε τα ανώτατα όρια ενίσχυσης ανά δικαιούχο.
Ως προς το εάν η LOT αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες ήδη πριν την έλευση της πανδημίας, η Επιτροπή είχε επαληθεύσει ότι τόσο η LOT όσο και οι θυγατρικές της δεν θεωρούνταν προβληματικές επιχειρήσεις έως το τέλος του 2019. Παρότι η LOT είχε λάβει μία ενίσχυση αναδιάρθρωσης το 2014, εντούτοις δεν υπέκειτο πλέον σε σχέδιο αναδιάρθρωσης στις 31 Δεκεμβρίου 2019, ούτε και προέκυπτε από πουθενά ότι δεν είχε ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της.
Όσον αφορά το εάν η Πολωνία θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιήσει περισσότερο ήπια μέτρα από την επίμαχη ανακεφαλαιοποίηση, το ΓεΔΕΕ σημείωσε ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει απόφαση για κάθε πιθανό εναλλακτικό μέτρο. Δεν απαιτείται να αποδείξει θετικά ότι κάποιο άλλο πιθανό μέτρο ενίσχυσης, το οποίο εξ ορισμού θα ήταν υποθετικό, δεν θα ήταν καταλληλότερο και λιγότερο στρεβλωτικό για τον ανταγωνισμό. Όταν υπάρχει επιλογή μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να γίνεται προσφυγή στο λιγότερο επαχθές και τα προκαλούμενα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Ωστόσο, εν προκειμένω, δεν υπήρχε τίποτα που να δείχνει ότι η Επιτροπή βρέθηκε αντιμέτωπη με την επιλογή μεταξύ διαφόρων κατάλληλων μέτρων.
Επί της αναλογικότητας των μέτρων, το ΓεΔΕΕ παρατήρησε ότι η Επιτροπή είχε αξιολογήσει και είχε απορρίψει το ενδεχόμενο η κρατική στήριξη να υπερβαίνει την αποκατάσταση της κεφαλαιακής δομής της LOT, δεδομένου ότι ο δείκτης καθαρού χρέους προς ίδια κεφάλαια της LOT στις 31 Δεκεμβρίου 2021 αναμενόταν χειρότερος από ό,τι στις 31 Δεκεμβρίου 2019. Στο πλαίσιο αυτό, είχε διαπιστώσει αρχικά ότι, ελλείψει κρατικού μέτρου ανακεφαλαιοποίησης και ρευστότητας, η LOT θα είχε καταναλώσει τη διαθέσιμη ρευστότητά της έως τον χρόνο έκδοσης της επίμαχης απόφασης, δηλαδή τον Δεκέμβριο του 2020. Το ΓεΔΕΕ παρατήρησε ότι η Επιτροπή είχε προβεί σε τρία τεστ βιωσιμότητας, βάσει συνεπούς μεθοδολογίας, γεγονός που της επέτρεψε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ανακεφαλαιοποίηση δεν υπερέβαινε το ελάχιστο απαιτούμενο όριο για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της LOT και της πρόσβασής της στις αγορές ιδιωτικών κεφαλαίων. Έτσι, έκανε δεκτό το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η ανακεφαλαιοποίηση θα εξακολουθούσε να είναι αναλογική, ακόμη και αν η LOT ανέμενε χαμηλότερες ζημίες.
Εν συνεχεία, αξιολογήθηκε κατά πόσον η αξία της LOT είχε αποτιμηθεί σωστά προκειμένου να προσδιοριστούν τόσο οι ανάγκες της σε ίδια κεφάλαια όσο και η αμοιβή του πολωνικού δημοσίου. Η Επιτροπή είχε προβεί στον προσδιορισμό της τιμής αγοράς των μετοχών της LOT με αποτίμηση των ιδίων κεφαλαίων της, δεδομένου ότι η LOT δεν ήταν εισηγμένη στο χρηματιστήριο. Συγκεκριμένα, η τιμή αυτή προσδιορίστηκε ως ο μέσος όρος της τιμής της μετοχής που προέκυπτε από τρεις μεθόδους: α) την παρούσα αξία των αναμενόμενων ταμειακών ροών που αναλογούν στους μετόχους, δηλαδή των ταμειακών ροών που προκύπτουν από τη λειτουργία της εταιρείας, αφαιρουμένων των εισροών και εκροών χρέους και των δαπανών τόκων, β) το προσαρμοσμένο καθαρό ενεργητικό, δηλαδή την αξία των μετοχών της LOT ως τη διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού της στις 31 Αυγούστου 2020 προσαρμοσμένη για τις διαφορές μεταξύ της αγοραίας και της λογιστικής αξίας, γ) του πολλαπλασιαστή, δηλαδή πολλαπλασιάζοντας την αξία των ιδίων κεφαλαίων της LOT δηλαδή το γινόμενο που προέκυπτε από τον δείκτη EBITDA της και τον δείκτη αξίας επιχείρησης προς EBITDA παρόμοιων εισηγμένων εταιρειών, αφαιρουμένου του καθαρού χρέους της LOT. Το ΓεΔΕΕ συμφώνησε με την Επιτροπή ότι μία τέτοια αποτίμηση ήταν εύλογη, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τις αβεβαιότητες που περιβάλλουν τις αποτιμήσεις των εταιρειών. Σημείωσε ότι, στην πραγματικότητα, η Επιτροπή ήταν συντηρητική κατά τη χρήση της μεθόδου της προσαρμοσμένης καθαρής αξίας του ενεργητικού, καθόσον η μέθοδος αυτή, σε αντίθεση με τις άλλες δύο, δεν λαμβάνει υπόψη την ικανότητα δημιουργίας εισοδήματος της εταιρείας. Περαιτέρω, με δεδομένο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση καταδεικνύει με σαφήνεια την προσέγγιση και τις επιλογές που υιοθέτησε η Επιτροπή, δεν υπήρχε υποχρέωση ειδικής και εξαντλητικής αιτιολογίας καθεμίας επιλογής ξεχωριστά.
Επί του τρόπου εφαρμογής του άρθρου 107 (3) (β) ΣΛΕΕ, το ΓεΔΕΕ έκρινε, πρώτον, ότι δεν απαιτείται τα μέτρα που θεσπίζονται βάσει αυτού να είναι από μόνα τους ικανά ώστε να αποκαταστήσουν τη σοβαρή διαταραχή της οικονομίας του οικείου κράτους μέλους. Δεύτερον, ότι, για τον προσδιορισμό της νομιμότητας της απόφασης της Επιτροπής, δεν λαμβάνεται υπόψη προηγούμενη πρακτική λήψης αποφάσεών της, αλλά αποκλειστικά ο τρόπος εφαρμογής του άρθρου αυτού στη συγκεκριμένη υπόθεση. Το γεγονός ότι οι δικαιούχοι των ενισχύσεων σε προηγούμενες παρόμοιες υποθέσεις που είχε αξιολογήσει η Επιτροπή ήταν «συστημικές» επιχειρήσεις, λόγω του ρόλου τους στο τραπεζικό σύστημα ή στις σιδηροδρομικές μεταφορές στο οικείο κράτος μέλος, ή το γεγονός ότι ένας δικαιούχος ενίσχυσης είχε μοναδική θέση, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι το άρθρο 107 (3) (β) ΣΛΕΕ θέτει τον όρο ότι οι δικαιούχοι μεμονωμένων ενισχύσεων πρέπει να έχουν ισοδύναμο καθεστώς.
Κατόπιν, το ΓεΔΕΕ σημείωσε πως, ούτως ή άλλως, η LOT ήταν σημαντική για τη διατήρηση της συνδεσιμότητας της Πολωνίας. Η σημασία της έγκειτο σε διάφορες παράγοντες, όπως το ότι ήταν η μόνη αεροπορική εταιρεία που λειτουργούσε κόμβο αεροδρομίου στην Πολωνία, το γεγονός ότι εξυπηρετούσε πολύ διαφοροποιημένο δίκτυο σε σχέση με άλλες εταιρείες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, η απασχόληση υψηλού αριθμού εργαζομένων, οι αλυσιδωτές συνέπειες που θα είχε ενδεχόμενη πτώχευσή της στην πολωνική οικονομία και στη συνδεσιμότητα της Πολωνίας κ.ά.
Ως προς την αρχή απαγόρευσης των διακρίσεων, το ΓεΔΕΕ υπενθύμισε αρχικά τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 107 ΣΛΕΕ είναι ειδικότερο του γενικού κανόνα του άρθρου 18 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, εξεταστέο είναι μόνον εάν η διαφορετική μεταχείριση που επέφεραν τα επίμαχα μέτρα είναι επιτρεπτή βάσει του άρθρου 107 (3) (β) ΣΛΕΕ. Η αξιολόγηση αυτή σημαίνει, πρώτον, ότι ο στόχος των επίμαχων μέτρων πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη αυτή και, δεύτερον, ότι οι λεπτομερείς κανόνες για τη χορήγηση των επίμαχων ενισχύσεων, δηλαδή, εν προκειμένω, ότι αυτά ευνοούν μόνο την LOT, είναι τέτοιοι ώστε να επιτρέπουν την επίτευξη του στόχου αυτού και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξή του. Όσον αφορά τον πρώτο στόχο, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η πανδημία του κορωνοϊού είχε πράγματι οδηγήσει σε σοβαρή διαταραχή της πολωνικής οικονομίας και είχε σημαντικές επιπτώσεις στην πολωνική αγορά αεροπορικών μεταφορών, επομένως ο στόχος των επίμαχων μέτρων ήταν ικανός να αποκαταστήσει τη σοβαρή διαταραχή της πολωνικής οικονομίας. Όσον αφορά τον δεύτερο, η Πολωνία δεν υποχρεούται, βάσει του άρθρου 107 (3) (β) ΣΛΕΕ να χορηγήσει ενίσχυση σε όλες τις επιχειρήσεις που συμβάλλουν, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, στη συνδεσιμότητα της επικράτειάς της. Επιπλέον, δεδομένου του μείζονος ρόλου της στην εγχώρια και διεθνή συνδεσιμότητα και της οικονομικής και κοινωνικής της βαρύτητας στην Πολωνία, η διασφάλιση της συνέχειας των οικονομικών δραστηριοτήτων της LOT ήταν ικανή να συμβάλει στην αντιμετώπιση της σοβαρής διαταραχής της πολωνικής οικονομίας.
Επί των αρχών εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών, το ΓεΔΕΕ σημείωσε αρχικά ότι η επίπτωση στην εσωτερική αγορά της επιλογής της LOT ως δικαιούχου των επίμαχων μέτρων δεν μπορεί να εξεταστεί χωριστά από την επίπτωση της συμβατότητας των μέτρων ενίσχυσης στο σύνολό τους μέσω της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 108 ΣΛΕΕ. Δεν προκύπτει ότι τα επίμαχα μέτρα περιορίζουν τις παραπάνω ελευθερίες, σε βαθμό μεγαλύτερο από τα εγγενή αποτελέσματα κάθε κρατικής ενίσχυσης, ούτε ότι ο αποκλειστικός τους χαρακτήρας μπορεί να αποτρέψει άλλες αεροπορικές εταιρείες από την παροχή υπηρεσιών ή την εγκατάστασή τους στην Πολωνία.
Στη βάση αυτή, το ΓεΔΕΕ απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως στο σύνολό της.



