Λειτουργικές περιφερειακές ενισχύσεις στη Μαδέρα – C-547/23 P

Região Autónoma da Madeira/Επιτροπή – Μόνο το γεγονός ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ έχουν χρησιμοποιηθεί για την ερμηνεία εννοιών του ενωσιακού δικαίου δεν αρκεί για να τις καταστήσει νομικά δεσμευτικές εντός της ΕΕ

Το καθεστώς της Ελεύθερης Ζώνης της Μαδέρας (ΕΖΜ) στην Πορτογαλία περιελάμβανε διάφορα φορολογικά πλεονεκτήματα που χορηγούνταν σε επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνταν εντός αυτής. Το καθεστώς είχε εγκριθεί επανειλημμένα από την Επιτροπή, υπό διάφορες μορφές από το 1987 έως το 2013. Το 2015, η Επιτροπή διαπίστωσε την πιθανότητα μη ορθής εφαρμογής του καθεστώτος βάσει των όρων που περιείχαν οι εγκριτικές της αποφάσεις και αποφάσισε να παρακολουθήσει την εφαρμογή του από τις πορτογαλικές αρχές. Εν τέλει, το 2018 η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας, συνεπεία της οποίας εκδόθηκε η απόφαση SA.21259/2020. Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι το επίμαχο καθεστώς, με τον τρόπο που είχε εφαρμοστεί από τις πορτογαλικές αρχές, παραβίαζε τις εγκριτικές αποφάσεις της και, άρα, ήταν εν μέρει παράνομο και μη συμβατό με την εσωτερική αγορά. Η κρίση αυτή βασίστηκε, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι ο τρόπος εφαρμογής του καθεστώτος επέτρεπε να υπάγονται στις επίμαχες φορολογικές διευκολύνσεις και οι δραστηριότητες που πραγματοποιούσαν οι εγκατεστημένες στη Μαδέρα επιχειρήσεις εκτός της Μαδέρα, ενώ παράλληλα οι πορτογαλικές αρχές δεν είχαν υπολογίσει ορθά τον αριθμό των θέσεων εργασίας που δημιουργούσε το καθεστώς στη Μαδέρα. Στη βάση αυτή, διέταξε την Πορτογαλία να ανακτήσει ένα μεγάλο μέρος των χορηγηθεισών ενισχύσεων.

Το 2021, η Αυτόνομη Περιφέρεια άσκησε προσφυγή ακυρώσεως (T-131/21), η οποία απορρίφθηκε την 21.06.2023 από το ΓεΔΕΕ για διάφορους λόγους, με κεντρική αιτιολογία ότι οι λειτουργικές περιφερειακές ενισχύσεις που συνδέονται με τη νησιωτικότητα εξόχως απόκεντρων περιοχών δικαιολογούνται μόνον ως προς τις δραστηριότητες που πλήττονται από τα εγγενή μειονεκτήματα των περιοχών αυτών και τις πρόσθετες δαπάνες που συνεπάγονται. Οι δραστηριότητες που ασκούνται εκτός των εν λόγω περιφερειών πρέπει να αποκλειστούν από τις λειτουργικές αυτές ενισχύσεις, ακόμη και αν ασκούνται από εταιρείες εγκατεστημένες στις εν λόγω περιφέρειες. Κατόπιν τούτων, η προσφεύγουσα άσκησε την παρούσα αίτηση αναιρέσεως.

Το ΔΕΕ απέρριψε τους περισσότερους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας ως απαράδεκτους ή αναπόδεικτους. Ως προς την ουσία της διαφοράς, έκρινε πως το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που επωφελούνται από το επίμαχο καθεστώς υπόκεινται τυπικά στον γεωγραφικό περιορισμό του δεν τις εμποδίζει να κάνουν επενδύσεις στο εξωτερικό, να ασκούν διεθνή δραστηριότητα, ούτε να ασκούν δραστηριότητες ή να απασχολούν προσωπικό εκτός της ΕΖΜ. Στον αντίποδα με την πρακτική αυτή εφαρμογή, ο σκοπός του καθεστώτος είναι να διασφαλίζει ότι τα κέρδη των ωφελούμενων επιχειρήσεων που προέρχονται από δραστηριότητες που ασκούνται εκτός της επίμαχης περιοχής δεν είναι επιλέξιμα για ενίσχυση, δεδομένου ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν επηρεάζονται από τις πρόσθετες δαπάνες που βαρύνουν τις οικονομικές δραστηριότητες που ασκούνται στην ΕΖΜ. Ως εκ τούτου, ο τρόπος με τον οποίον εφάρμοζαν οι πορτογαλικές αρχές το καθεστώς δεν ήταν σύμφωνος με τον σκοπό του.

Ως προς το εάν ο σκοπός αυτός παραβιάζει τις διεθνείς νομικές απαιτήσεις του ΟΟΣΑ σε φορολογικά θέματα, το ΔΕΕ έκρινε πως μόνο το γεγονός ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ έχουν χρησιμοποιηθεί για την ερμηνεία εννοιών του ενωσιακού δικαίου δεν αρκεί για να τεκμηριώσει ότι το ΓεΔΕΕ είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο. Ειδικότερα, οι κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ δεν είναι νομικά δεσμευτικές εντός της ΕΕ. Ομοίως, η πρόταση Οδηγίας του Συμβουλίου για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης της κατάχρησης εικονικών οντοτήτων για φορολογικούς σκοπούς δεν έχει σχέση με το πεδίο εφαρμογής των αποφάσεων της Επιτροπής που εγκρίνουν ένα καθεστώς ενισχύσεων.

Περαιτέρω, το ΔΕΕ έκρινε ότι το ΓεΔΕΕ δεν είχε υπερβεί προδήλως τα όρια εύλογης εκτίμησης των αποδείξεων, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν είχε υποχρεώσει τις πορτογαλικές αρχές να προβούν σε προσδιορισμό των θέσεων εργασίας με βάση τις διεθνώς αποδεκτές μεθόδους του  «ισοδυνάμου πλήρους απασχόλησης» και «ετήσιας μονάδας εργασίας» (ΕΜΕ), αλλά αρκέστηκε στη δήλωση ότι οι μέθοδοι αυτές «αποτελούν κατάλληλες μεθόδους για τον υπολογισμό του αριθμού των θέσεων εργασίας».

Στη βάση αυτή, το ΔΕΕ απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως.

keyboard_arrow_up