Έκταση της υποχρέωσης αιτιολογίας της Επιτροπής – C-490/23 P

Neos/Ryanair & Επιτροπή – Λαμβανομένου υπόψη του εξαιρετικά μεγάλου αριθμού διατάξεων και αρχών του ενωσιακού δικαίου που ενδέχεται να παραβιάζονται από τη χορήγηση ενίσχυσης, δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή να παράσχει ειδική αιτιολογία για καθεμιά από αυτές. Αρκεί να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης ότι η Επιτροπή εκτίμησε το οικείο μέτρο υπό το πρίσμα των ανωτέρω διατάξεων ή αρχών και διαπίστωσε ότι αυτές είτε δεν ήταν κρίσιμες όσον αφορά το επίμαχο μέτρο είτε, εν πάση περιπτώσει, δεν είχαν παραβιαστεί. Σε διαφορετική περίπτωση, θα διακυβευόταν η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, ή ακόμη και η δυνατότητα να ληφθεί ευνοϊκή απόφαση για μια ενίσχυση στο τέλος του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης χωρίς να κινηθεί επίσημη διαδικασία έρευνας

Το 2020, η Ιταλία συνέστησε ένα ταμείο αποζημίωσης για τις ζημίες που είχε υποστεί ο κλάδος των αερομεταφορών από την πανδημία του κορωνοϊού. Την ίδια χρονιά, κοινοποίησε στην Επιτροπή καθεστώς ενίσχυσης επιλέξιμων αεροπορικών εταιρειών από το εν λόγω ταμείο, λόγω των επιβαλλόμενων ταξιδιωτικών περιορισμών και άλλων περιοριστικών μέτρων. Προκειμένου να είναι επιλέξιμες για το καθεστώς, οι αεροπορικές εταιρείες έπρεπε, μεταξύ άλλων, να τηρούν ορισμένες ελάχιστες αμοιβές εργαζομένων, όπως καθορίζονταν από εθνική συλλογική σύμβαση εργασίες για τις αερομεταφορές. Η Επιτροπή, με την απόφαση SA.59029/2020, ενέκρινε το ιταλικό καθεστώς.

Η αεροπορική εταιρεία Ryanair, η οποία δεν πληρούσε το εν λόγω κριτήριο επιλεξιμότητας, προσέφυγε στο ΓεΔΕΕ, το οποίο έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς της και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής (T‑268/21). Συγκεκριμένα, έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε αιτιολογήσει για ποιους λόγους η προϋπόθεση σεβασμού ορισμένων εργατικής φύσεως δικαιωμάτων για την υπαγωγή δικαιούχων σε καθεστώς κρατικής ενίσχυσης λόγω κορωνοϊού κρίθηκε συμβατή, μόνο υπό το πρίσμα του Κανονισμού 593/2008 (Ρώμη Ι), χωρίς να αξιολογηθούν άλλοι κανόνες και αρχές του ενωσιακού δικαίου, όπως η ελευθερία εγκατάστασης και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Η αεροπορική εταιρεία Neos, η οποία ωφελούνταν από το ιταλικό καθεστώς και είχε πρωτοδίκως παρέμβει υπέρ της Επιτροπής, άσκησε την παρούσα αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του ΔΕΕ.

Το ΔΕΕ επεσήμανε αρχικά ότι η εγκριτική απόφαση της Επιτροπής που εκδίδεται εντός συντόμων προθεσμιών πρέπει να περιέχει μόνο τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή κρίνει ότι δεν αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες κατά την εκτίμηση της συμβατότητας της ενίσχυσης. Ακόμη και μία συνοπτική αιτιολογία θεωρείται επαρκής, εφόσον προκύπτουν με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή κρίνει ότι δεν αντιμετωπίζει τέτοιες δυσχέρειες. Στο πλαίσιο αυτό, το ΓεΔΕΕ όφειλε να εξακριβώσει εάν η απόφαση της Επιτροπής περιείχε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή κατέληξε ότι δεν αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες κατά την εκτίμηση της συμβατότητας του επίμαχου μέτρου με την εσωτερική αγορά.

Σε αντίθεση με το ΓεΔΕΕ, το ΔΕΕ παρατήρησε ότι η Επιτροπή είχε παραθέσει επαρκή αιτιολογία από την οποία προέκυπταν οι λόγοι για τους οποίους είχε κρίνει ότι η απαίτηση περί ελάχιστης αμοιβής έπρεπε να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα άλλων διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, πέραν των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις, δηλαδή ότι η απαίτηση αυτή δεν ήταν σύμφυτη με τον σκοπό του επίμαχου μέτρου. Το ΔΕΕ σημείωσε ότι δεν μπορούσε να απαιτηθεί από την Επιτροπή να παράσχει λεπτομερέστερη αιτιολογία ως προς τη διαπίστωση αυτή, πολλώ δε μάλλον ως προς τη σχέση που ενδέχεται να υφίσταται μεταξύ της διαπίστωσης αυτής και της διαπίστωσης ότι όλες οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας του καθεστώτος συνδέονταν άρρηκτα με αυτό. Στη βάση αυτή, το ΔΕΕ καταλόγισε στο ΓεΔΕΕ πλάνη περί το δίκαιο, στο μέτρο που είχε κρίνει ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.

Περαιτέρω, το ΔΕΕ εξέτασε την αιτιολογία της Επιτροπής, ως προς την αξιολόγηση λοιπών διατάξεων του ενωσιακού δικαίου. Παρατήρησε ότι, πράγματι, η απόφαση της Επιτροπής περιελάμβανε λεπτομερή εξέταση της συμβατότητας της απαίτησης περί ελάχιστης αμοιβής μόνον υπό το πρίσμα του Κανονισμού «Ρώμη Ι». Όμως, εξ αυτού δεν προκύπτει ότι αυτή ήταν και η μόνη διάταξη του ενωσιακού δικαίου την οποία η Επιτροπή θεώρησε ως ενδεχομένως κρίσιμη. Σε άλλο σημείο της απόφασης, η Επιτροπή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απαίτηση περί ελάχιστης αμοιβής ήταν εκ πρώτης όψεως σύμφωνη με τον Κανονισμό «Ρώμη Ι» και «δεν συνιστούσε παράβαση άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης».

Κατά το ΔΕΕ, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αιτιολογεί πάντα την απουσία ρητής εξέτασης της συμβατότητας ενός μέτρου ενίσχυσης υπό το πρίσμα ορισμένων άλλων διατάξεων ή αρχών του ενωσιακού δικαίου πλην των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων και, επομένως, δεν απαιτείται να εκφέρει γνώμη σχετικά με το κατά πόσον αυτές είναι κρίσιμες για τους σκοπούς μιας τέτοιας εξέτασης. Λαμβανομένου υπόψη του εξαιρετικά μεγάλου αριθμού διατάξεων και αρχών του ενωσιακού δικαίου που ενδέχεται να παραβιάζονται από τη χορήγηση ενίσχυσης, δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή να παράσχει ειδική αιτιολογία για καθεμιά από αυτές. Αρκεί να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης ότι η Επιτροπή εκτίμησε το οικείο μέτρο υπό το πρίσμα των ανωτέρω διατάξεων ή αρχών και διαπίστωσε ότι οι εν λόγω διατάξεις και αρχές είτε δεν ήταν κρίσιμες όσον αφορά το επίμαχο μέτρο είτε, εν πάση περιπτώσει, δεν είχαν παραβιαστεί. Σε διαφορετική περίπτωση, θα διακυβευόταν η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, ή ακόμη και η δυνατότητα να ληφθεί ευνοϊκή απόφαση για μια ενίσχυση στο τέλος του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης χωρίς να κινηθεί επίσημη διαδικασία έρευνας.

Στη βάση αυτή, το ΔΕΕ καταλόγισε στο ΓεΔΕΕ πλάνη περί το δίκαιο και ως προς αυτό το ζήτημα.

Ενόψει των ανωτέρω, το ΔΕΕ έκανε δεκτή την αίτηση αναιρέσεως και ανέπεμψε την υπόθεση στο ΓεΔΕΕ για νέα κρίση.

keyboard_arrow_up