Wizz Air Hungary/Επιτροπή (TAROM II) – Το άρθρο 107 (2) (β) ΣΛΕΕ δεν απαιτεί ο δικαιούχος να έχει προβεί σε μέγιστη μείωση του κόστους του, προκειμένου να είναι επιλέξιμος για ενίσχυση
Αποζημίωση λόγω πανδημίας και μείωση λειτουργικού κόστους – T-827/22
Την περίοδο 2020-2021, η ρουμανική αεροπορική εταιρεία TAROM είχε λάβει από τη Ρουμανία μία ενίσχυση διάσωσης (SA.56244/2020), μία εισφορά κεφαλαίου για την αποκατάσταση ζημιών που συνδέονται με την πανδημία του κορωνοϊού (SA.56810/2020) και μία ενίσχυση αναδιάρθρωσης (SA.59344/2021). To 2022, η Ρουμανία κοινοποίησε στην Επιτροπή μία ακόμη ad hoc ενίσχυση, ύψους 1.908.872 ευρώ, με τη μορφή εισφοράς κεφαλαίου, προκειμένου να αποζημιώσει την TAROM για τη ζημία που υπέστη κατά την περίοδο 1 Ιουλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2020 λόγω των ταξιδιωτικών περιορισμών που είχαν επιβληθεί στο πλαίσιο της πανδημίας του κορωνοϊού. Η Επιτροπή ενέκρινε το μέτρο, με ευθεία εφαρμογή του άρθρου 107 (2) (β) ΣΛΕΕ (SA.63360/2022). Η αεροπορική εταιρεία Wizz Air Hungary άσκησε την παρούσα προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του ΓεΔΕΕ.
Η προσφεύγουσα αμφισβήτησε εν πρώτοις το γεγονός ότι η επίμαχη ζημία ήταν επιλέξιμη για αποζημίωση. Υποστήριξε ότι ήταν εσφαλμένο το εναλλακτικό σενάριο που είχε χρησιμοποιήσει η Επιτροπή, για να καταδείξει ότι η TAROM, ελλείψει των επίμαχων ταξιδιωτικών περιορισμών, θα κατέγραφε τα ίδια οικονομικά αποτελέσματα με εκείνα του 2019. To ΓεΔΕΕ διαπίστωσε, αρχικά, ότι τα πραγματικά αποτελέσματα της TAROM στα οποία είχε βασιστεί η Επιτροπή για τη σύνταξη του εναλλακτικού σεναρίου της, ήταν τα πλέον πρόσφατα ιστορικά δεδομένα που είχαν καταγραφεί πριν από την έναρξη της πανδημίας. Κατά γενικό κανόνα, ενδείκνυται να λαμβάνονται υπόψη τα πλέον πρόσφατα ιστορικά δεδομένα, εκτός εάν ο προσφεύγων αποδείξει, βάσει αντικειμενικών και συγκλινόντων στοιχείων, ότι τα δεδομένα αυτά είναι αναξιόπιστα, κάτι το οποίο δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω. Επιπλέον, τα ετήσια αποτελέσματα της TAROM παρέμειναν σχετικά σταθερά μεταξύ 2017 και 2019. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν είχε υπερεκτιμήσει τη ζημία που είχε υποστεί η TAROM από την πανδημία.
Περαιτέρω, το ΓεΔΕΕ συμφώνησε με την Επιτροπή ότι η μεθοδολογία που είχε χρησιμοποιηθεί, ήταν συνεπής ως προς τη σύγκριση του σταθερού κόστους και των επιβατών της TAROM για τα έτη 2019 (προ περιορισμών) και 2020 (μετά τους περιορισμούς). Η γραμμική προσαρμογή που είχε λάβει χώρα είχε συνυπολογίσει τη μεταβολή του σταθερού κόστους ως απόκριση στη μεγάλη μείωση του όγκου των επιβατών και τις συναφείς οικονομίες κλίμακας που χαρακτηρίζουν το επιχειρηματικό μοντέλο του TAROM, καθώς και την κατανομή του σταθερού κόστους βάσει των δεδομένων ανά δρομολόγιο για το 2019. Επιπλέον, δεν είχε αποδειχθεί από κανένα στοιχείο ότι, ελλείψει των ταξιδιωτικών περιορισμών που συνδέονται με την πανδημία, το κόστος συντήρησης του στόλου της TAROM και το κόστος των καυσίμων της θα ήταν υψηλότερο κατά την επίμαχη περίοδο του 2020 από ό,τι κατά την ίδια περίοδο του 2019.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η TAROM είχε λάβει ορισμένα μέτρα για τη μείωση του κόστους και την ελαχιστοποίηση των ζημιών της. Το γεγονός ότι άλλες αεροπορικές εταιρείες ενδεχομένως να υποχρεώθηκαν ή να επέλεξαν να λάβουν άλλα μέτρα, ενίοτε πιο διαρθρωτικά, προκειμένου να μειώσουν τα κόστη τους και να ελαχιστοποιήσουν τις ζημίες τους, δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή υπερεκτίμησε τη ζημία που υπέστη η TAROM. Μόνον οι ενισχύσεις που υπερβαίνουν τη ζημία που υπέστησαν οι δικαιούχοι τους δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 (2) (β) ΣΛΕΕ. Μολονότι το επίμαχο μέτρο δεν πρέπει να επιφέρει βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της TAROM πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού του, πάντως η παραπάνω διάταξη δεν απαιτεί «μέγιστη μείωση του κόστους» από τον δικαιούχο, προκειμένου να είναι επιλέξιμος για ενίσχυση. Εν προκειμένω, το επίμαχο μέτρο αποσκοπούσε στην αποζημίωση του TAROM μόνο για τη ζημία που είχε υποστεί από την πανδημία του κορωνοϊού. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή είχε εξηγήσει ότι η ανάλυσή της εξασφάλιζε ότι το επίμαχο μέτρο κάλυπτε μόνο τις συγκεκριμένες διαδρομές που επηρεάστηκαν από τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς. Για την αξιολόγηση της ζημίας, εξάλλου, ελήφθησαν υπόψη τόσο οι αρνητικές όσο και οι θετικές επιπτώσεις των ταξιδιωτικών περιορισμών στο σταθερό και μεταβλητό κόστος της TAROM. Η Επιτροπή έλαβε, επίσης, υπόψη της τα μέτρα που είχε λάβει η TAROM για τη μείωση του κόστους της και τον μετριασμό των ζημιών της. Το ΓεΔΕΕ διαπίστωσε, έτσι, ότι κατά τον υπολογισμό της ζημίας ελήφθη υπόψη, για κάθε σχετικό δρομολόγιο, η απώλεια εσόδων, το μεταβλητό κόστος και το σταθερό κόστος που μεταβλήθηκε λόγω των ταξιδιωτικών περιορισμών, καθώς και ένα «ποσοστό παρακράτησης». Συνεπώς, η Επιτροπή έλεγξε δεόντως ότι η ζημία που είχε υποστεί η TAROM συνδεόταν άμεσα με τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς της πανδημίας.
Εν συνεχεία, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η δέσμευση των ρουμανικών αρχών να προβούν σε εκ των υστέρων ανάλυση, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η TAROM θα επιστρέψει οποιαδήποτε τυχόν υπεραντιστάθμιση, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την ακρίβεια της εκτιμήσεως της ζημίας, αλλά αποκαλύπτει μόνον ότι τα επίμαχα ποσά υπολογίστηκαν με βάση πληροφορίες που ενδέχεται να υπόκεινται σε προσαρμογές ή αναθεωρήσεις.
Επί της ενδεχόμενης υπεραντιστάθμισης από τη σώρευση με άλλες ενισχύσεις που είχε λάβει η TAROM, το ΓεΔΕΕ επεσήμανε αρχικά ότι τίποτα δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ένας δικαιούχος ενίσχυσης βάσει του άρθρου 107 (2) (β) ΣΛΕΕ να έχει επωφεληθεί ταυτόχρονα και από ενίσχυση διάσωσης βάσει του άρθρου 107 (3) (γ) ΣΛΕΕ, εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, συμφώνησε με την Επιτροπή ότι τα δύο αυτά μέτρα επεδίωκαν διαφορετικούς σκοπούς και είχαν εγκριθεί υπό διαφορετικούς όρους και διαφορετικές νομικές βάσεις.
Επί της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων, το ΓεΔΕΕ υπενθύμισε ότι το άρθρο 107 (2) (β) ΣΛΕΕ αποτελεί ειδική διάταξη σε σχέση με τον γενικό κανόνα του άρθρου 18 ΣΛΕΕ. Συνεπώς, εξεταστέο είναι μόνον εάν το επίμαχο μέτρο πληροί τους όρους του άρθρου 107 (2) (β) ΣΛΕΕ. Εν προκειμένω, το αντικείμενο και ο σκοπός του μέτρου ήταν σύμφωνα με το παραπάνω άρθρο. Επιπλέον, το ποσό της ενίσχυσης για την TAROM δεν υπερέβαινε το ύψος της ζημίας που υπέστη στα επιλέξιμα δρομολόγια κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου λόγω των ταξιδιωτικών περιορισμών που συνδέονται με την πανδημία. Συνεπώς, το επίμαχο μέτρο δεν υπερέβαινε τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του σκοπού του. Ως εκ τούτου, η διαφορετική μεταχείριση υπέρ αυτής ήταν κατάλληλη για την αποκατάσταση της ζημίας της και δεν υπερέβαινε τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του σκοπού της.
Ομοίως, επί της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, το ΓεΔΕΕ επεσήμανε ότι η επιλογή της TAROM ως δικαιούχου του επίμαχου μέτρου αποτελεί μέρος του αντικειμένου του μέτρου αυτού, το οποίο είναι ακριβώς η αποζημίωση της TAROM για τις ζημίες που συνδέονται με την πανδημία. Κατά συνέπεια, η επίπτωση που προκύπτει από την επιλογή της TAROM ως δικαιούχου της επίμαχης ενίσχυσης στην εσωτερική αγορά δεν μπορεί να εξεταστεί ξεχωριστά από τη συμβατότητα του μέτρου. Έτσι, δεν αποδεικνύεται ότι το μέτρο επέφερε περιοριστικά αποτελέσματα που υπερέβαιναν εκείνα που είναι εγγενή στις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 107 (2) (β) ΣΛΕΕ.
Ενόψει των ανωτέρω, το ΓεΔΕΕ απέρριψε την προσφυγή.