Γερμανία/Επιτροπή – Θεωρούνται κρατικοί πόροι τα ποσά που προκύπτουν από υποχρεωτική εισφορά, η οποία επιβάλλεται με μέτρο κανονιστικής φύσεως που προσδιορίζει τους φορείς (έστω και ιδιωτικούς), που είναι επιφορτισμένοι με την είσπραξη της εισφοράς αυτής από τους οφειλέτες και καθορίζει τη μέθοδο (έστω και γενική) για τον υπολογισμό του ποσού της εισφοράς και την ετήσια αναπροσαρμογή του. Η αποτελεσματικότητα των κανόνων κρατικών ενισχύσεων θα αποδυναμωνόταν σημαντικά, αν η εφαρμογή τους μπορούσε να αποκλειστεί για τον λόγο και μόνον ότι ένα μέτρο ενισχύσεως, το οποίο εφαρμόστηκε στην πράξη, κηρύχθηκε μεταγενέστερα άκυρο ab initio
Οιονεί φορολογική επιβάρυνση και κρατικοί πόροι – C-794/21 P
Σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, οι καταναλωτές που δεν τηρούν τις αρχές της κυκλικής οικονομίας και οι καταναλωτές συνεχούς φορτίου υπέκειντο σε εξατομικευμένα τέλη που επιβάρυναν τους Διαχειριστές Συστημάτων Μεταφοράς (ΔΣΜ) και υπολογίζονταν σύμφωνα με μια μεθοδολογία που είχε καθορίσει η αρμόδια εθνική αρχή. Στη συνέχεια, τα εξατομικευμένα τέλη για τους καταναλωτές συνεχούς φορτίου καταργήθηκαν και θεσπίσθηκε πλήρης απαλλαγή από αυτά. Η απαλλαγή αυτή είχε ως αποτέλεσμα μείωση των εσόδων για τους φορείς εκμετάλλευσης δικτύων. Οι ΔΣΜ υποχρεούνταν πλέον να επιστρέφουν στους Διαχειριστές Συστημάτων Διανομής (ΔΣΔ) ποσό ίσο προς τη μείωση των εσόδων τους που προέκυπτε από την επίδικη απαλλαγή. Παράλληλα, οι ΔΣΜ ήταν υποχρεωμένοι να εξισώνουν μέσω συμψηφισμού το ποσό των πληρωμών τους προς τους ΔΣΔ με τις δικές τους ζημίες που συνεπαγόταν η απαλλαγή από τα τέλη δικτύου, έτσι ώστε ο καθένας να επωμίζεται την ίδια οικονομική επιβάρυνση, υπολογιζόμενη αναλόγως της ποσότητας ηλεκτρικής ενεργείας την οποία παρείχε στους ωφελούμενους από την επίμαχη απαλλαγή και οι οποίοι ήταν συνδεδεμένοι στο δίκτυό του. Στο πλαίσιο αυτό, η αρμόδια αρχή θέσπισε έναν χρηματοδοτικό μηχανισμό, βάσει του οποίου οι ΔΣΔ εισέπρατταν από τους τελικούς καταναλωτές ή τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας μια προσαύξηση, το ποσό της οποίας καταβαλλόταν, στη συνέχεια, ανά μήνα, στους ΔΣΜ. Το ποσό αυτό καθοριζόταν κάθε έτος, εκ των προτέρων, από τους ΔΣΜ, βάσει μεθόδου που επέβαλλε η αρμόδια αρχή.
Κατόπιν σειράς καταγγελιών, η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας και διαπίστωσε ότι η Γερμανία μέσω της επίμαχης απαλλαγής χορηγούσε παράνομες και μη συμβατές κρατικές ενισχύσεις. Ειδικά όσον αφορά την προϋπόθεση των κρατικών πόρων έκρινε ότι η απώλεια εσόδων λόγω της επίδικης απαλλαγής είχε μετακυλιστεί εξ ολοκλήρου στους τελικούς χρήστες με μηχανισμό πλήρους αντιστάθμισης, ο οποίος χρηματοδοτήθηκε με υποχρεωτική εισφορά (προσαύξηση) που επιβλήθηκε σε αυτούς από το κράτος, δηλαδή μέσω μιας οιονεί φορολογικής επιβάρυνσης. Ως εκ τούτου, διέταξε την ανάκτηση των επίδικων ενισχύσεων (SA.34045/2018).
Διάφορες εταιρείες που ωφελούνταν από την επίμαχη απαλλαγή άσκησαν προσφυγές ακυρώσεως ενώπιον του ΓεΔΕΕ, ενώ υπέρ αυτών παρενέβη και η Γερμανία. Κύριο επιχείρημα ήταν ότι εν προκειμένω δεν υπήρχαν κρατικοί πόροι και, άρα, δεν ετίθετο ζήτημα κρατικής ενίσχυσης. Το ΓεΔΕΕ απέρριψε όλες τις προσφυγές, κρίνοντας ότι ο χαρακτηρισμός μιας προσαύξησης ως οιονεί φορολογικής επιβάρυνσης αρκεί για να θεωρηθούν τα έσοδα που προκύπτουν από την είσπραξή της ως κρατικοί πόροι, χωρίς να απαιτείται το κράτος να αναλαμβάνει την υποχρέωση να αντισταθμίζει τις ζημίες που προκαλούνται από τη μη καταβολή της εν λόγω προσαύξησης, ιδίως, σε περίπτωση μη εισπράξιμων απαιτήσεων λόγω αφερεγγυότητας. Η Γερμανία και οι λοιπές εταιρείες άσκησαν διάφορες αιτήσεις αναιρέσεως ενώπιον του ΔΕΕ.
Το ΔΕΕ υπενθύμισε αρχικά ότι για τη διαπίστωση της ύπαρξης κρατικών πόρων έχουν υιοθετηθεί από τη νομολογία δύο διαζευκτικά κριτήρια: α) εάν τα κεφάλαια προέρχονται από φόρους ή από άλλες υποχρεωτικές επιβαρύνσεις δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας και η διαχείριση-κατανομή τους διέπονται από την ίδια αυτή νομοθεσία ή β) εάν ορισμένα ποσά παραμένουν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και, συνεπώς, στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών. Στη βάση αυτή, έκρινε ότι ορθώς το ΓεΔΕΕ είχε διαπιστώσει πως ο κρατικός χαρακτήρας των πόρων μπορούσε να αποδειχθεί μέσω δύο διαζευκτικών προϋποθέσεων, εκ των οποίων η μία αφορά την ύπαρξη υποχρεωτικής επιβάρυνσης των καταναλωτών ή των τελικών πελατών και η άλλη τον κρατικό έλεγχο επί της διαχείρισης του συστήματος και, ιδίως, επί των κεφαλαίων ή των διαχειριστών των κεφαλαίων αυτών. Δεν μπορούσε να προσαφθεί στο ΓεΔΕΕ ότι έκρινε σκόπιμο να εξετάσει την ύπαρξη κρατικού ελέγχου επί των εισπραττόμενων κεφαλαίων, αφού προηγουμένως είχε ήδη διαπιστώσει την ύπαρξη οιονεί φορολογικής επιβάρυνσης ή υποχρεωτικής επιβάρυνσης συνεπαγόμενης τη χρήση κρατικών πόρων. Το ΓεΔΕΕ θα μπορούσε να είχε πράγματι παραλείψει την εξέταση αυτή σχετικά με την ύπαρξη κρατικού ελέγχου, λαμβανομένης υπόψη της διαζευκτικής φύσης των δύο κριτηρίων που εξέτασε. Εντούτοις, τίποτα δεν το εμπόδιζε, ιδίως για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να συνεχίσει τη συλλογιστική του με επαλλήλως παρατιθέμενες εκτιμήσεις, όπως είναι εν προκειμένω οι εκτιμήσεις σχετικά με την ύπαρξη κρατικού ελέγχου. Στο πλαίσιο αυτό, το ΔΕΕ συμφώνησε με το ΓεΔΕΕ ότι ως κρατικοί πόροι μπορούν να θεωρηθούν όχι τα κεφάλαια που προέρχονται από την επιβολή οποιουδήποτε φόρου, αλλά μόνον εκείνα που απορρέουν από υποχρεωτικό φόρο, προβλεπόμενο από την εθνική νομοθεσία, του οποίου η διαχείριση και κατανομή διέπεται από τη νομοθεσία αυτή.
Έπειτα, το ΔΕΕ συμφώνησε με το ΓεΔΕΕ ότι η επίμαχη προσαύξηση συνεπαγόταν τη χρήση κρατικών πόρων. Πράγματι, το γερμανικό δίκαιο επέβαλλε στους ΔΣΔ την υποχρέωση να εισπράττουν την επίδικη προσαύξηση από τους χρήστες του δικτύου και να μεταφέρουν τα αντίστοιχα έσοδα στους ΔΣΜ. Ο μηχανισμός της προσαύξησης αυτής εξασφάλιζε στους διαχειριστές του δικτύου πλήρη αντιστάθμιση για την απώλεια εσόδων που υφίσταντο λόγω της επίδικης απαλλαγής, διότι το ποσό της εν λόγω προσαύξησης ήταν προσαρμοσμένο προς το ποσό των πόρων που απόλλυνται εξαιτίας της απαλλαγής, ενώ το ποσό αυτό υπολογιζόταν βάσει προβλεπόμενης από το γερμανικό δίκαιο μεθοδολογίας. Το ΔΕΕ σημείωσε ότι τα ποσά που προκύπτουν από υποχρεωτική εισφορά η οποία, όπως η επίδικη προσαύξηση, επιβάλλεται με μέτρο κανονιστικής φύσεως, το οποίο προσδιορίζει τους φορείς, έστω και ιδιωτικούς, που είναι επιφορτισμένοι με την είσπραξη της εισφοράς αυτής από τους οφειλέτες οι οποίοι επίσης προσδιορίζονται στο εν λόγω μέτρο και καθορίζει τη μέθοδο, έστω και γενική, που καθιστά δυνατό τον υπολογισμό του ποσού της εισφοράς και την ετήσια αναπροσαρμογή του, λογίζονται ως κρατικοί πόροι. Δεδομένου ότι η εν λόγω εισφορά απέρρεε από μέτρο κανονιστικής φύσεως, το οποίο υποχρέωνε τους διαχειριστές δικτύου να την εισπράττουν, δεν μπορούσε να γίνει δεκτό ότι οφειλόταν σε απλή πρακτική.
Ενόψει των ανωτέρω, στο μέτρο που οι διαχειριστές δικτύου υπείχαν υποχρέωση είσπραξης των επίμαχων εισφορών, το γεγονός ότι οι σχέσεις μεταξύ των διαχειριστών αυτών και των τελικών οφειλετών της επίδικης προσαύξησης ήταν σχέσεις ιδιωτικού δικαίου δεν εμπόδιζε να θεωρηθεί ότι τα κεφάλαια που προέρχονται από την εν λόγω προσαύξηση αποτελούσαν κρατικούς πόρους. Το ίδιο ισχύει και για το γεγονός ότι τις απώλειες εσόδων, συμπεριλαμβανομένων των μη καταβεβλημένων προσαυξήσεων, επωμίζονται, σε περίπτωση αφερεγγυότητας, οι εν λόγω διαχειριστές και όχι το κράτος.
Τέλος, το ΔΕΕ έκρινε πως το γεγονός ότι η επίμαχη γερμανική κανονιστική πράξη που προέβλεπε την συγκεκριμένη απαλλαγή είχε κηρυχθεί άκυρη από τα γερμανικά δικαστήρια δεν ασκούσε επιρροή, εν προκειμένω. Ούτε ο ενδεχόμενος παράνομος χαρακτήρας ενός καθεστώτος ενισχύσεων, υπό το πρίσμα ιδίως του εθνικού δικαίου, ούτε η ακύρωσή του αίρουν τον χαρακτήρα του ως κρατικής ενίσχυσης, στο μέτρο που, παρά την παρανομία αυτή ή την ακύρωση, ένα τέτοιο καθεστώς παρήγαγε αποτελέσματα στην πράξη. Η αποτελεσματικότητα των κανόνων κρατικών ενισχύσεων θα αποδυναμωνόταν σημαντικά αν η εφαρμογή τους μπορούσε να αποκλειστεί για τον λόγο και μόνον ότι ένα μέτρο ενισχύσεως, το οποίο εφαρμόστηκε στην πράξη, κηρύχθηκε μεταγενέστερα άκυρο ab initio. Επομένως, κρίθηκε ότι δεν ασκούσε επιρροή, συναφώς, το γεγονός ότι η ενδεχόμενη ακύρωση του καθεστώτος ενισχύσεων είχε αναδρομική ισχύ, δεδομένου ότι, επί ορισμένο χρονικό διάστημα, το καθεστώς πράγματι είχε εφαρμοστεί στην πράξη.
Ενόψει των ανωτέρω, το ΔΕΕ απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως.
Σχεδόν ταυτόσημα σκεπτικά είχαν και οι αποφάσεις του ΔΕΕ επί των λοιπών αιτήσεων αναιρέσεως με αριθμούς C-790/21 P, C-791/21 P, C-792/21 P, C-793/21 P, C-795/21 P, C-796/21 P και C-800/21 P.