Οικονομική συνέχεια και υποχρέωση ανάκτησης – C-697/22 P

Koiviston Auto Helsinki Oy/Επιτροπή – Όταν, μετά την έκδοση της απόφασης για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, προκύπτουν κρίσιμα νέα στοιχεία, η Επιτροπή οφείλει να δημοσιεύει συμπληρωματική απόφαση για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, ώστε να ενημερώνονται προσηκόντως όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και να μπορούν να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους

Μεταξύ 2002-2012, ο δήμος του Ελσίνκι χορήγησε τέσσερα προνομιακά δάνεια στη μεταφορική εταιρία Helsingin Bussiliikenne (HelB), η οποία παρείχε υπηρεσίες τοπικών μεταφορών με λεωφορεία στο Ελσίνκι. Συγκεκριμένα, επρόκειτο: α) για ένα δάνειο προμήθειας εξοπλισμού για την αγορά λεωφορείων και β) τρία κεφαλαιουχικά δάνεια με ευνοϊκά επιτόκια.

Μετά από καταγγελίες δύο ανταγωνιστριών της HelB, το 2015 η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας, προκειμένου να εξακριβώσει εάν οι όροι των παραπάνω δανείων ήταν σύμφωνοι με τους όρους της αγοράς και τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι κανένας ιδιώτης πιστωτής δεν θα είχε χορηγήσει δάνεια με τέτοιους όρους και προϋποθέσεις, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η HelB (σημαντικές ζημίες και αρνητικά ίδια κεφάλαια) κατά τον χρόνο χορήγησης των επίμαχων δανείων και, μάλιστα, χωρίς να έχει διενεργήσει προηγουμένως αξιολόγηση της φερεγγυότητας του δανειολήπτη. Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή έκρινε ότι τα δάνεια συνιστούσαν πράγματι παράνομες και μη συμβατές κρατικές ενισχύσεις και ότι η Φινλανδία έπρεπε να τις ανακτήσει από τη HelB. Κατά την έρευνά της, η Επιτροπή διαπίστωσε, ακόμη, ότι τα περιουσιακά στοιχεία και οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της HelB είχαν πωληθεί στο μεταξύ στην εταιρεία Viikin Linja Oy, η οποία μετονομάστηκε σε HelB (νέα HelB). Η εταιρεία αυτή θεωρήθηκε από την Επιτροπή οικονομική διάδοχος της αρχικής HelB και υπεύθυνη πλέον για την επιστροφή των επίμαχων ενισχύσεων (SA.33846/2019). Η νέα HelB άσκησε προσφυγή ακυρώσεως (T‑603/19), η οποία απορρίφθηκε από το ΓεΔΕΕ. Η εταιρεία Koiviston Auto Helsinki Oy, διάδοχος της νέας HelB, άσκησε την παρούσα αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του ΔΕΕ.

Η αναιρεσείουσα υποστήριξε ότι το ΓεΔΕΕ είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να επεκτείνει την επίσημη διαδικασία έρευνας, σε περίπτωση που ήθελε να εξετάσει την οικονομική συνέχεια μεταξύ της παλαιάς και νέας HelB. Το ΔΕΕ επεσήμανε εν πρώτοις, πως τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, που πρέπει να περιλαμβάνονται στην απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, είναι εκείνα που πρόκειται να εξεταστούν στο πλαίσιο της διαδικασίας και να συμπεριληφθούν στην τελική απόφαση της Επιτροπής, μεταξύ αυτών δε και όσα αφορούν τα ζητήματα της συμβατότητας και της ανάκτησης της ενίσχυσης. Όταν, μετά την έκδοση της απόφασης για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, προκύπτουν κρίσιμα νέα στοιχεία, η Επιτροπή οφείλει να δημοσιεύει συμπληρωματική απόφαση για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, ώστε να ενημερώνονται προσηκόντως όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και να μπορούν να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους.

Εν προκειμένω, η αρχική HelB, η οποία ήταν η δικαιούχος της επίμαχης ενίσχυσης, εξαγοράσθηκε από τη νέα HelB μετά την έκδοση της απόφασης περί κίνησης επίσημης διαδικασίας έρευνας. Για την εξαγορά αυτή, ενημερώθηκε η Επιτροπή. Παρά ταύτα, στην απόφαση της Επιτροπής αναφερόταν μόνο η αρχική HelB ως δυνητική δικαιούχος της επίμαχης ενίσχυσης. Ωστόσο, η εξαγορά της αρχικής HelB από τη νέα, αφ’ ης στιγμής είχε περιέλθει εις γνώση της Επιτροπής, αποτελούσε νέο κρίσιμο στοιχείο βάσει του οποίου έπρεπε να εκδοθεί συμπληρωματική απόφαση της Επιτροπής, η οποία, όμως, ουδέποτε εξεδόθη. Στη βάση αυτή, το ΔΕΕ έκρινε ότι το ΓεΔΕΕ είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να παράσχει δυνατότητα συμμετοχής της αναιρεσείουσας στην επίσημη διαδικασία έρευνας, δεν είχε παραβεί ουσιώδη τύπο, αλλά απλώς είχε υποπέσει σε διαδικαστική πλημμέλεια.

Επί της επικαλούμενης παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, το ΔΕΕ παρατήρησε αρχικά ότι η εν λόγω αρχή πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με τη διαταγή ανάκτησης. Η ανάκτηση παράνομης κρατικής ενίσχυσης παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας μόνον εάν το ποσό που πρέπει να επιστρέψει ο δικαιούχος της υπερβαίνει το αναπροσαρμοσμένο (κεφάλαιο πλέον τόκων) ποσό της ενίσχυσης την οποία έλαβε. Όταν η εταιρεία, η οποία έλαβε παράνομη κρατική ενίσχυση έχει εξαγοραστεί, η ενίσχυση πρέπει να αναζητηθεί από την εταιρία που συνεχίζει να ασκεί την οικονομική δραστηριότητα της επιχείρησης, η οποία είχε ωφεληθεί αρχικώς από την ενίσχυση. Εφόσον βέβαια αποδειχθεί ότι, στην πράξη, η εν λόγω εταιρεία απολαμβάνει ακόμη το πλεονέκτημα που συνδέεται με την ίδια ενίσχυση. Στην περίπτωση αυτή, δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, η υποχρέωση επιστροφής την οποία υπέχει ο αγοραστής της λήπτριας επιχείρησης περιορίζεται στο ποσό του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, το οποίο ο αγοραστής πράγματι διατήρησε.

Εν προκειμένω, το ΔΕΕ συμφώνησε με το ΓεΔΕΕ ότι η Επιτροπή είχε τεκμηριώσει την οικονομική συνέχεια μεταξύ της αρχικής και νέας HelB και συνήγαγε εξ αυτού ότι η υποχρέωση επιστροφής της κρατικής ενίσχυσης έπρεπε να επεκταθεί και στη νέα HelB. Με τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε ως προς το ύψος της ενίσχυσης που χορηγήθηκε στην αρχική HelB και της οποίας η νέα HelB διατήρησε πράγματι το όφελος. Η διαπίστωση περί ύπαρξης οικονομικής συνέχειας διαφέρει από τον προσδιορισμό της αναλογίας κατά την οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης από τους διαφόρους δικαιούχους της. Στη βάση αυτή, το ΔΕΕ απέρριψε τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας.

Βάσει των ανωτέρω, το ΔΕΕ αναίρεσε την απόφαση του ΓεΔΕΕ, κατόπιν αποδοχής του πρώτου λόγου αναιρέσεως. Εν συνεχεία, δικάζοντας το ίδιο την προσφυγή, το ΔΕΕ έκανε δεκτό τον αντίστοιχο λόγο και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής.

keyboard_arrow_up