Η Επιτροπή έκρινε ότι η δανική εισφορά που επιβάλλεται στους παρόχους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων ενημέρωσης κατά παραγγελία (on demand), δεν είναι επιλεκτική και, άρα, δεν χορηγεί κρατική ενίσχυση στις επιχειρήσεις, οι οποίες δεν υπόκεινται σε αυτήν ή που απαλλάσσονται από αυτήν
Εισφορά υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων κατά παραγγελία – SA.112857
Το 2024, η Δανία θέσπισε μία χρηματική εισφορά, η οποία επιβάλλεται στους παρόχους υπηρεσιών μέσων ενημέρωσης που προσφέρουν υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων ενημέρωσης κατά παραγγελία (on demand). Η εισφορά αποσκοπεί στην προώθηση του δανικού πολιτισμού και του δανικού οπτικοακουστικού περιεχομένου, χρηματοδοτώντας την παραγωγή νέων δανικών ταινιών, σειρών και ντοκιμαντέρ, ενώ παράλληλα εγγυάται την οικονομική βιωσιμότητα της δανικής οπτικοακουστικής παραγωγής. Η εισφορά εισπράττεται σε ετήσια βάση από τον Οργανισμό Πολιτισμού και Ανακτόρων και εκτιμάται ότι θα αποφέρει περί τα 14.000.000 ευρώ ετησίως.
Η Δανία υποστήριξε ότι οι παραδοσιακοί ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί επενδύουν σήμερα περισσότερα χρήματα σε ευρωπαϊκά οπτικοακουστικά έργα από ό,τι οι πάροχοι υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων κατά παραγγελία. Ως εκ τούτου, η εισφορά διασφαλίζει την ύπαρξη ισότιμων όρων ανταγωνισμού όσον αφορά την παραγωγή και την προώθηση δανικού οπτικοακουστικού περιεχομένου σε σύγκριση με τις γραμμικές υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων.
Η εισφορά επιβάλλεται στους παρόχους υπηρεσιών μέσων ενημέρωσης που είναι εγκατεστημένοι στη ∆ανία και προσφέρουν κατά παραγγελία (on demand) υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων, καθώς και στους παρόχους υπηρεσιών μέσων ενημέρωσης που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη µέλη και παρέχουν αντίστοιχες υπηρεσίες που απευθύνονται σε κοινό της Δανίας. Η εισφορά υπολογίζεται μόνο επί των εσόδων που αποκομίζουν οι επιχειρήσεις αυτές από τις υπηρεσίες κατά παραγγελία. Εξαιρούνται από την εισφορά επιχειρήσεις: α) με κύκλο εργασιών μικρότερο των 2.000.000 ευρώ, β) των οποίων το κοινό αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 1% του συνολικού αριθμού των χρηστών υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων κατά παραγγελία στη δανική αγορά, γ) που προσφέρουν τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων κατά παραγγελία αποκλειστικά για βιβλιοθηκονομικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς. Η εισφορά ανέρχεται στο 2% επί του κύκλου εργασιών των υποχρέων στη Δανία και αφορά την κατά παραγγελία υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων, χωρίς να καλύπτει και τα έσοδα που σχετίζονται με τη διάθεση αθλητικών ή ειδησεογραφικών προγραμμάτων, τα έσοδα από υπηρεσίες γραμμικού προγραμματισμού που διατίθενται μέσω της κατά παραγγελία υπηρεσίας οπτικοακουστικών μέσων και τα έσοδα από την αναδιανομή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων κατά παραγγελία άλλων παρόχων υπηρεσιών μέσων ενημέρωσης.
Επιπλέον, οι πάροχοι υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων κατά παραγγελία που επενδύουν άμεσα λιγότερο από το 5% του κύκλου εργασιών τους στη ∆ανία σε «νέο δανικό περιεχόμενο» επιβαρύνονται με μία πρόσθετη εισφορά 3% του κύκλου εργασιών τους. Συνεπώς, οι πάροχοι υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων κατά παραγγελία μπορούν να επιλέξουν μεταξύ της άμεσης επένδυσης τουλάχιστον 5% του κύκλου εργασιών τους σε νέο δανικό περιεχόμενο ή της υπαγωγής τους σε αυξημένη εισφορά.
Η Επιτροπή έλεγξε το μέτρο ως προς την επιλεκτικότητά του βάσει των τριών σταδίων. Επί του συστήματος αναφοράς, σημείωσε ότι η επίμαχη εισφορά αποτελεί ειδική αυτοτελή εισφορά, η οποία ακολουθεί τη δική της λογική και είναι ανεξάρτητη και διακριτή από κάθε άλλο δανικό φορολογικό καθεστώς. Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου φορολογικού καθεστώτος, με αποτέλεσμα το σύστημα αναφοράς να περιορίζεται σε αυτή καθ’εαυτή την εισφορά.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον τα χαρακτηριστικά της εισφοράς υποδηλώνουν προφανή διακριτική μεταχείριση.
Ως προς τους υποκείμενους στο φόρο και το αντικείμενο της φορολόγησης, η Επιτροπή, παραθέτοντας τις σχετικές διατάξεις του δανικού δικαίου, παρατήρησε ότι το μεγαλύτερο μέρος της δανικής αγοράς υπηρεσιών κατά παραγγελία είναι νομικά αρρύθμιστο, ενώ αντιθέτως η αγορά γραμμικών υπηρεσιών υπόκειται σε υποχρεώσεις παροχής δημοσίων υπηρεσιών. Αυτές οι διαφορές στη δομή των δύο αγορών και στις νομικές υποχρεώσεις υποδηλώνουν υψηλότερα επίπεδα επενδύσεων σε έργα δανικού περιεχομένου και δανικές παραγωγές από τους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς σε σύγκριση µε τους παρόχους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων κατά παραγγελία. Η εισφορά, πράγματι, αντιμετωπίζει το χάσμα αυτό. Έτσι, ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής της στους παρόχους υπηρεσιών μέσων ενημέρωσης των κατά παραγγελία υπηρεσιών κρίνεται συνεπής με το σκοπό του μέτρου, χωρίς να προκύπτει πρόδηλη διακριτική μεταχείριση στον σχεδιασμό του. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι οι γραμμικές υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εισφοράς και δεν αποτελούν μέρος του ίδιου πλαισίου αναφοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις παροχής των γραμμικών αυτών υπηρεσιών.
Ως προς τη φορολογική βάση και τους συντελεστές, η Επιτροπή έκρινε ότι το είδος εκπομπών που δεν εμπίπτει στον φόρο συνάδει με τον στόχο της εισφοράς, είτε διότι πρόκειται για μη ομοειδή προγράμματα είτε διότι ήδη επιβαρύνονται με άλλου τύπου εισφορές είτε διότι αποσκοπούν στην αποφυγή διπλής φορολόγησης των ίδιων υπηρεσιών. Οι συντελεστές της εισφοράς είναι σύμφωνοι με τις προβλέψεις της Οδηγίας 2018/1808 για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων. Η διαφοροποίηση μεταξύ της βασικής εισφοράς του 2% και της αυξημένης εισφοράς είναι σύμφωνη µε τον στόχο του μέτρου, διότι οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων ενημέρωσης κατά παραγγελία που επενδύουν τουλάχιστον το 5% του κύκλου εργασιών τους στη ∆ανία σε νέο δανικό περιεχόμενο ήδη συνεισφέρουν στο δανικό οπτικοακουστικό περιεχόμενο. Επιπλέον, η βασική εισφορά και η δυνατότητα απαλλαγής από την αυξημένη εισφορά με άμεσες επενδύσεις σε νέο δανικό περιεχόμενο ισχύουν για όλες τις οντότητες που υπόκεινται στο μέτρο. Στη βάση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι οι απαλλαγές από την εισφορά και η διαφοροποίηση των φορολογικών συντελεστών αποτελούν χαρακτηριστικά που δεν αποκαλύπτουν ένα στοιχείο προφανούς επιλεκτικότητας στον σχεδιασμό του συστήματος αναφοράς και είναι συνάδουν με τον σκοπό του.
Επί των παρεκκλίσεων από το σύστημα αναφοράς, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι απαλλαγές από την εισφορά είναι σύμφωνες με τις διατάξεις της Οδηγίας 2018/1808. Παρατήρησε ότι η επιβολή εισφοράς σε επιχειρήσεις με χαμηλό κύκλο εργασιών ή χαμηλό κοινό θα έθετε σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά τους και, άρα, την ανάπτυξη της σχετικής αγοράς. Όσον αφορά τις υπηρεσίες που αφορούν αποκλειστικά βιβλιοθηκονομικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς, οι εν λόγω υπηρεσίες κατά παραγγελία παρέχονται για εκπαιδευτικούς και πολιτιστικούς σκοπούς σε χρήστες τοπικών βιβλιοθηκών και δανικών σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Λόγω του δεδομένου ότι οι εν λόγω υπηρεσίες εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν βρίσκονται στην ίδια πραγματική και νομική κατάσταση υπό το πρίσμα του σκοπού της εισφοράς.
Ενόψει των ανωτέρω, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το σύστημα αναφοράς σχεδιάστηκε από τη ∆ανία με συνεπή τρόπο και δεν διαμορφώθηκε σύμφωνα με παραμέτρους που εισάγουν προδήλως διακρίσεις. Περαιτέρω, δεν έχει σχεδιαστεί κατά τρόπο προφανώς αυθαίρετο ή μεροληπτικό, ώστε να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις έναντι άλλων, οι οποίες βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση όσον αφορά τη βασική του λογική. Ως εκ τούτου, το μέτρο δεν είναι επιλεκτικό, άρα δεν χορηγεί κρατική ενίσχυση στις επιχειρήσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της εισφοράς ή που απαλλάσσονται από αυτήν.



