Ryanair/Επιτροπή (Finnair) – Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν ακόμη και έναν μόνο δικαιούχο ενίσχυσης στο πλαίσιο αντιμετώπισης σοβαρής διαταραχής στην οικονομία τους. Το άρθρο 107 (3) (β) ΣΛΕΕ δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να προβεί σε στάθμιση των αποτελεσμάτων της ενίσχυσης με τις επιπτώσεις της στον ανταγωνισμό, εφόσον πληρούνται οι όροι εφαρμογής της εν λόγω διάταξης
Επιλογή του δικαιούχου της ενίσχυσης σε εποχές πανδημίας – C-353/21 P
Το 2020, η Φινλανδία κοινοποίησε στην Επιτροπή ad hoc ενίσχυση υπέρ της αεροπορικής εταιρείας Finnair, με τη μορφή εγγύησης. Σκοπός του μέτρου ήταν να στηρίξει τη Finnair, προκειμένου να λάβει δάνειο από ένα συνταξιοδοτικό ταμείο, ύψους 600.000.000 ευρώ, για την κάλυψη των αναγκών της σε κεφάλαιο κίνησης. Η εγγύηση του φινλανδικού δημοσίου κάλυπτε το 90% του δανείου και είχε μέγιστη διάρκεια τριών ετών. Το υπόλοιπο 10% καλυπτόταν από εγγύηση μίας εμπορικής τράπεζας υπό τους όρους της αγοράς. Η Επιτροπή έκρινε το μέτρο συμβατό, βάσει του Προσωρινού Πλαισίου 2020 λόγω κορωνοϊού (SA.56809/2020). Η Ryanair άσκησε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του ΓεΔΕΕ (T‑388/20), η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη. Εν συνεχεία, άσκησε την ένδικη αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του ΔΕΕ.
Εν πρώτοις, η Ryanair αμφισβήτησε την εκτίμηση του ΓεΔΕΕ ότι η σοβαρή διαταραχή στην οικονομία κράτους μέλους μπορούσε να αντιμετωπιστεί με πολλαπλά μέτρα ενίσχυσης. Το ΔΕΕ, επεσήμανε αρχικά ότι από τη διατύπωση του άρθρου 107 (3) (β) ΣΛΕΕ, υπό το πρίσμα του σκοπού του, ο οποίος είναι να επιτρέψει στα κράτη μέλη να αποκαταστήσουν σοβαρή διαταραχή της οικονομίας τους, δεν προκύπτει σε καμία περίπτωση ότι η ενίσχυση μπορεί να κηρυχθεί συμβατή, μόνον εφόσον εξασφαλίζει, από μόνη της, την αποκατάσταση της σοβαρής διαταραχής της οικονομίας ενός κράτους μέλους. Πολλαπλές ενισχύσεις μπορούν, κατά περίπτωση, να προορίζονται για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας σοβαρής διαταραχής της οικονομίας και να συμβάλλουν στην επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται ρητά στην εν λόγω διάταξη, χωρίς, ωστόσο, να αρκεί η καθεμία μόνη της για την επίτευξή του. Στο πλαίσιο αυτό, επεσήμανε ότι, εάν τα κράτη μέλη όφειλαν να χορηγήσουν ενισχύσεις σε όλες τις επιχειρήσεις που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία τους, κατά τρόπο ώστε η ενίσχυση αυτή μόνον να εγγυάται την αποκατάσταση της σοβαρής διαταραχής της οικονομίας, χωρίς να μπορούν να περιορίζουν την ενίσχυση αυτή σε περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων ή ακόμη και σε μία μόνον επιχείρηση, τα εν λόγω κράτη μέλη θα αποθαρρύνονταν συχνά από τη χορήγηση ενισχύσεων βάσει του άρθρου 107 (3) (β) ΣΛΕΕ, λόγω του συνεπαγόμενου κόστους. Στη βάση αυτή, το ΔΕΕ επικύρωσε τη σχετική κρίση του ΓεΔΕΕ και απέρριψε τον ισχυρισμό της Ryanair.
Εν συνεχεία, η Ryanair αμφισβήτησε την κρίση του ΓεΔΕΕ περί μη υποχρέωσης της Επιτροπής να σταθμίσει τα ευεργετικά αποτελέσματα της ενίσχυσης έναντι των δυσμενών επιπτώσεών της στο εμπόριο και τον ανταγωνισμό. Επικαλούμενο προηγούμενη νομολογία του, το ΔΕΕ υπενθύμισε ότι η διαφορά του άρθρου 107 (3) (β) ΣΛΕΕ, από την περίπτωση γ’ της ίδιας παραγράφου, έγκειται στην πρόβλεψη περί ύπαρξης στόχου κοινού συμφέροντος. Η διάταξη του άρθρου 107 (3) (β) ΣΛΕΕ αρκείται για την ορθή εφαρμογή του στην διαπίστωση του ότι η ενίσχυση εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον. Δεν απαιτείται για το συμβατό της ενίσχυσης να προηγηθεί στάθμιση των ευεργετικών και των δυσμενών αποτελεσμάτων της ενίσχυσης στον ανταγωνισμό. Στη βάση αυτή, το ΔΕΕ συμπέρανε ότι το άρθρο 107 (3) (β) ΣΛΕΕ δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να προβεί σε νέα στάθμιση των αποτελεσμάτων αυτών, όταν εξετάζει το συμβιβάσιμο των ενισχύσεων που πρόκειται να χορηγηθούν βάσει της εν λόγω διάταξης.
Η Ryanair αμφισβήτησε την κρίση του ΓεΔΕΕ ότι η επίμαχη ενίσχυση δεν παραβίαζε την αρχή απαγόρευσης των διακρίσεων. Το ΔΕΕ ξεκίνησε από το δεδομένο πως στις ad hoc ενισχύσεις, όπως εν προκειμένω, η απόδειξη της ύπαρξης πλεονεκτήματος, κατ’ ουσίαν ταυτίζεται με την επιλεκτικότητά του. Ως εκ τούτου, συμφώνησε με το ΓεΔΕΕ ότι, λόγω της φύσης της, η ad hoc ενίσχυση εισάγει τουλάχιστον διαφορετική μεταχείριση, αν όχι διάκριση, μεταξύ της επιχείρησης που τη λαμβάνει και όλων των άλλων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση. Παρά ταύτα, οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, οι οποίες είναι ειδικότερες από τον γενικό κανόνα του άρθρου 18 ΣΛΕΕ περί απαγόρευσης των διακρίσεων, αποτελούν δικαιολογητικούς λόγους της εν λόγω μεταχείρισης. Οι διατάξεις αυτές θα στερούνταν πρακτικού αποτελέσματος, εάν οι ενισχύσεις που πληρούσαν τους όρους τους δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν συμβατές με την εσωτερικά αγορά, λαμβανομένων υπόψη αποκλειστικά και μόνο των χαρακτηριστικών ή των αποτελεσμάτων που είναι εγγενή σε κάθε κρατική ενίσχυση, δηλαδή και για λόγους που τυχόν αφορούν το κατά πόσον η ενίσχυση είναι επιλεκτική ή στρεβλώνει τον ανταγωνισμό.
Εξετάζοντας την αναλογικότητα του μέτρου, το ΔΕΕ υπενθύμισε ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 107 ΣΛΕΕ δεν μπορούν να θεωρηθούν δυσανάλογες μόνο και μόνον επειδή ωφελούν αποκλειστικά μία επιχείρηση. Για τον λόγο αυτόν, συμφώνησε με το ΓεΔΕΕ ότι η Επιτροπή δεν όφειλε να εξετάσει αν ο κύκλος των δικαιούχων έπρεπε να επεκταθεί και πέραν της Finnair. Ορθώς είχε εξεταστεί, εν προκειμένω, εάν η χορήγηση της εγγύησης μόνο στη Finnair δεν υπερέβαινε τα όρια της καταλληλότητας και αναγκαιότητας για την επίτευξη των νόμιμων στόχων που επεδίωξε η Φινλανδία, χωρίς να απαιτείται να διακριβωθεί κατά πόσον η επιβίωση της Finnair δεν θα μπορούσε να διασφαλιστεί με χαμηλότερο ποσό ενίσχυσης.



