Η Επιτροπή έκρινε ότι το ελληνικό καθεστώς «Ηρακλής», με αντικείμενο τη διευκόλυνση των ελληνικών τραπεζών για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση, διότι η αμοιβή του ελληνικού Δημοσίου για τις εγγυήσεις που παρέχει αντιστοιχεί σε τιμές αγοράς, και άρα δεν χορηγείται πλεονέκτημα στους δικαιούχους
Δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση το ελληνικό καθεστώς Ηρακλής– SA.109635
Το 2019 η Επιτροπή είχε εγκρίνει ελληνικό καθεστώς, με την ονομασία «Ηρακλής» (SA.53519), το οποίο είχε ως αντικείμενο τη διευκόλυνση των τραπεζών να τιτλοποιούν και να αφαιρούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από τους ισολογισμούς τους. Στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος, προβλέφθηκε ότι ένας ιδιωτικός φορέας ειδικού σκοπού αγοράζει μη εξυπηρετούμενα δάνεια από τις τράπεζες και πωλεί τίτλους σε επενδυτές. Το κράτος παρέχει την εγγύηση του Δημοσίου για τους τίτλους υψηλής εξασφάλισης του φορέα τιτλοποίησης, οι οποίοι είναι χαμηλότερου κινδύνου. Σε αντάλλαγμα, το Δημόσιο λαμβάνει αμοιβή σύμφωνη με τους όρους της αγοράς. Στόχος είναι η προσέλκυση ευρέος φάσματος επενδυτών και η στήριξη των τραπεζών στις συνεχιζόμενες προσπάθειές τους να μειώσουν το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς τους. Μία παράταση του καθεστώτος είχε εγκριθεί το 2021 (SA.62252), ενώ το καθεστώς έληξε τελικά τον Οκτώβριο του 2022.
Το 2023, η Ελλάδα κοινοποίησε εκ νέου στην Επιτροπή το καθεστώς, με ημερομηνία λήξης την 31η Δεκεμβρίου 2024. Η νέα αυτή κοινοποίηση βασίστηκε στη διαπίστωση των τεσσάρων ισχυρότερων ελληνικών τραπεζών που αξιοποίησαν το καθεστώς, ότι υπήρξε δραστική μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του καθεστώτος, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε από 42% τον Σεπτέμβριο του 2019 σε 8,7% στο τέλος του 2022 (που αντιστοιχεί σε τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων ακαθάριστης λογιστικής αξίας 49.500.000 ευρώ). Η επαναφορά του καθεστώτος βασίζεται στην επιτυχία που έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής, η οποία μπορεί επίσης να κινητοποιήσει και μικρότερες ελληνικές τράπεζες να αιτηθούν την ένταξή τους στο καθεστώς.
Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι εγγυήσεις του ελληνικού Δημοσίου θα παρέχονται έναντι αμοιβής με όρους της αγοράς, ανάλογα με τον κίνδυνο που αναλαμβάνεται, δηλαδή όπως θα γινόταν αποδεκτό από έναν ιδιώτη επιχειρηματία υπό τους τρέχοντες όρους της αγοράς. Αυτό διασφαλίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία:
- Ο κίνδυνος για το Δημόσιο θα είναι περιορισμένος, δεδομένου ότι η κρατική εγγύηση ισχύει μόνο για το τμήμα ανώτερης εξασφάλισης των τίτλων που πωλεί ο φορέας τιτλοποίησης. Ένας εγκεκριμένος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανεξάρτητος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα καθορίζει τη διαβάθμιση του τμήματος ανώτερης εξασφάλισης.
- Η εγγύηση για το τμήμα ανώτερης εξασφάλισης θα τίθεται σε ισχύ, μόνον εάν το ήμισυ και πλέον των μη εγγυημένων επισφαλών τμημάτων έχει πωληθεί επιτυχώς σε ιδιώτες συμμετέχοντες στην αγορά. Με τον τρόπο αυτό θα διασφαλίζεται ότι η κατανομή των κινδύνων των διαφόρων τμημάτων θα δοκιμάζεται και θα επιβεβαιώνεται από την αγορά προτού το Δημόσιο αναλάβει οποιονδήποτε κίνδυνο.
- Η αμοιβή του Δημοσίου για τον κίνδυνο που αναλαμβάνει θα είναι σύμφωνη με τους όρους της αγοράς. Το τέλος εγγύησης θα βασίζεται σε δείκτη αναφοράς της αγοράς και θα είναι ανάλογο με το επίπεδο και τη διάρκεια του κινδύνου. Αυτό σημαίνει ότι το καταβαλλόμενο τέλος εγγύησης αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου ανάλογα με τη διάρκεια του ανοίγματος του κράτους. Η αμοιβή προσαρμόζεται, ώστε να αντιστοιχεί στις τρέχουσες εξελίξεις της αγοράς στην Ελλάδα. Αυτή η διάρθρωση των τελών, καθώς και ο διορισμός εξωτερικού διαχειριστή, έχουν ως στόχο να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της ρύθμισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και η πιθανότητα ανάκτησής τους.
Στη βάση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι η επαναφορά του ελληνικού καθεστώτος δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση.