European Gaming and Betting Association/Επιτροπή – Η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει όχι μόνον το άμεσο, αλλά και τυχόν έμμεσο πλεονέκτημα που προκύπτει από την διοχέτευση μέρους των εσόδων των επιχειρήσεων τυχερών παιγνίων προς κοινωφελείς οργανισμούς
Έμμεσο πλεονέκτημα από εισφορά υπέρ κοινωφελών οργανισμών – T-167/21
Στην Ολλανδία, η διοργάνωση ή προώθηση τυχερών παιγνίων υπόκειται σε προηγούμενη υποχρεωτική αποκλειστική διοικητική αδειοδότηση. Το 2016, η European Gaming and Betting Association, μη κερδοσκοπικό σωματείο, το οποίο έχει ως μέλη ευρωπαϊκές επιχειρήσεις παιγνίων και διαδικτυακών στοιχημάτων, υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή σχετικά με την ύπαρξη παράνομης και μη συμβατής κρατικής ενίσχυσης από την Ολλανδία προς διάφορες ολλανδικές επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονταν δραστηριότητες τυχερών παιγνίων. Η καταγγελία αφορούσε έναν κανόνα γενικής πολιτικής και μία διοικητική απόφαση του 2014 που προέβλεπαν την ανανέωση αδειών για τυχερά παίγνια για ορισμένες επιχειρήσεις, χωρίς καταβολή αμοιβής στο ύψος της τιμής της αγοράς και χωρίς να έχει προηγηθεί ανοιχτή, διαφανής και άνευ διακρίσεων διαδικασία επιλογής.
Το 2020, η Επιτροπή, με την απόφαση SA.44830, έκρινε ότι η ανανέωση των αδειών τυχερών παιγνίων δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση, καθώς δεν χορηγούσε πλεονέκτημα στους δικαιούχους. Το σκεπτικό της βασίστηκε στη διαπίστωση ότι οι νόμιμες άδειες μπορούσαν να χορηγηθούν μόνον εφόσον τα έσοδα από τις δραστηριότητες παιγνίων διατίθεντο υπέρ κοινωφελών οργανισμών. Σχετικά, η Επιτροπή επεσήμανε ότι, εφόσον το κράτος μέλος απονέμει αποκλειστικό δικαίωμα σε επιχείρηση ή παρατείνει τη διάρκεια του δικαιώματος αυτού, αλλά δεν επιτρέπει στον κάτοχο του δικαιώματος να εισπράττει ποσό που να υπερβαίνει την ελάχιστη απόδοση που απαιτείται για την κάλυψη των λειτουργικών και επενδυτικών δαπανών που συνδέονται με την άσκηση του δικαιώματος, καθώς και ένα εύλογο κέρδος, το μέτρο αυτό δεν παρέχει πλεονέκτημα στον αποδέκτη. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή κατέληξε ότι οι κάτοχοι αδειών υποχρεούντο να διαθέτουν σε κοινωφελείς οργανισμούς όλο το προϊόν από τις δραστηριότητές τους στον τομέα των τυχερών παιγνίων, ήτοι τα έσοδά τους μετά την αφαίρεση των δαπανών που αντιστοιχούσαν στα απονεμόμενα βραβεία και στο εύλογο κόστος, και ότι, κατά συνέπεια, οι επιχειρήσεις αυτές δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν κέρδη ή μπορούσαν να πραγματοποιήσουν μόνο κέρδη που δεν υπερέβαιναν το εύλογο κέρδος.
Το 2021, η προσφεύγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του ΓεΔΕΕ (Τ-167/21). Το ΓεΔΕΕ εξετάζοντας το επίμαχο ολλανδικό νομοθετικό πλαίσιο και την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, η Επιτροπή διέθετε πληροφορίες σχετικά με το επίμαχο μέτρο, με βάση τις οποίες θα έπρεπε να είχε διερωτηθεί εάν η ολλανδική νομοθεσία για τα τυχερά παίγνια είχε σχεδιαστεί με τέτοιον τρόπο, ώστε η διοχέτευση των εσόδων από τη δραστηριότητα των κατόχων των επίμαχων αδειών, κατά κύριο λόγο προς τους επίμαχους κοινωφελείς οργανισμούς, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως χορήγηση έμμεσου πλεονεκτήματος σε αυτούς, κατά την έννοια των παραγράφων 115 και 116 της Ανακοίνωσης του 2016 για την έννοια της κρατικής ενίσχυσης, πράγμα το οποίο δεν έπραξε. Ούτε και είχε εξετάσει εάν οι κοινωφελείς αυτοί οργανισμοί μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «επιχειρήσεις» ή, αντιθέτως, εάν επιτελούσαν καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας. Δεδομένου ότι η διοχέτευση μέρους των εσόδων από τυχερά παίγνια στους κοινωφελείς οργανισμούς αποτελούσε βασικό στοιχείο του ολλανδικού μέτρου, η μη πλήρης έμφασης του από την Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών ως προς την ύπαρξη έμμεσου πλεονεκτήματος στους οργανισμούς αυτούς.
Στη βάση αυτή, το ΓεΔΕΕ έκανε δεκτή την προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής.