Ministar na zemedelieto, hranite i gorite – Σε περίπτωση κρατικής ενίσχυσης από ανταλλαγή δασικών εκτάσεων του δημοσίου με ιδιώτες, δεν απαιτείται ο λήπτης του γεωτεμαχίου να το χρησιμοποιεί με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, προκειμένου να θεωρείται «επιχείρηση». Εθνικές διατάξεις που προβλέπουν τον προσδιορισμό του ποσού ενίσχυσης που ελήφθη κατά την κτήση γεωτεμαχίων, στο πλαίσιο ανταλλαγής δασικών εκτάσεων, βάσει κριτηρίων που στηρίζονται στις μέσες τιμές των καταχωρισμένων δικαιοπραξιών επί ακινήτων που αφορούν γεωτεμάχια με χαρακτηριστικά ανάλογα με εκείνα των υπό εκτίμηση γεωτεμαχίων και κείμενα πλησίον αυτών, στις οποίες τουλάχιστον ένας εκ των συμβαλλομένων είναι έμπορος και οι οποίες συνήφθησαν κατά τη διάρκεια του δωδεκαμήνου που προηγήθηκε της εκτιμήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή τέτοιων κριτηρίων είναι σύμφωνη με την απόφαση της Επιτροπής περί ανακτήσεως της συγκεκριμένης ενισχύσεως και τα κριτήρια αυτά καθιστούν δυνατό τον καθορισμό της αγοραίας αξίας των ανωτέρω εκτάσεων κατά τον χρόνο της πράξεως ανταλλαγής
Ανταλλαγή γεωτεμαχίων με το δημόσιο και έννοια επιχείρησης – C-325/22
Η Βουλγαρία εφαρμόζει ένα πρόγραμμα επιστροφής γαιών, βάσει του οποίου το βουλγαρικό δημόσιο επιστρέφει σε πρώην ιδιοκτήτες τους δασικές εκτάσεις που είχαν κρατικοποιηθεί το 1947. Το 2002 προβλέφθηκε η δυνατότητα ανταλλαγής ιδιωτικοποιημένων δασικών εκτάσεων με δασικές εκτάσεις του βουλγαρικού δημοσίου. To 2007, η Βουλγαρία προσχώρησε στην ΕΕ.
Το 2008, η Εθνική Δασική Υπηρεσία και η TS (φυσικό πρόσωπο) συνήψαν σύμβαση ανταλλαγής δασικών εκτάσεων. Δύο μήνες αργότερα, η TS μεταβίβασε την κυριότητα των γεωτεμαχίων που είχε αποκτήσει στην HI, ιδιωτική εταιρία, της οποίας η TS ήταν διαχειρίστρια και κατείχε μέρος του εταιρικού κεφαλαίου. Η HI δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στον τομέα των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και σκόπευε να ανεγείρει ξενοδοχειακό συγκρότημα επί των παραπάνω γεωτεμαχίων, ζητώντας προς τούτο αλλαγή χρήσης τους από τις αρμόδιες αρχές. Το αίτημα δεν έγινε αποδεκτό, καθώς το 2009 η Βουλή αποφάσισε την αναστολή και εν συνεχεία την απαγόρευση της αλλαγής χρήσεως γεωτεμαχίων που είχαν μεταβιβαστεί βάσει του νομοθετικού αυτού καθεστώτος.
Με την απόφαση 2015/456, η Επιτροπή έκρινε ότι οι ως άνω ανταλλαγές δασικών εκτάσεων συνιστούσαν παράνομες και μη συμβατές κρατικές ενισχύσεις, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες συμμετείχαν στις ανταλλαγές αυτές επιχειρήσεις, λόγω του ότι οι ανταλλαγές των δασικών εκτάσεων δεν είχαν γίνει με βάση την αγοραία αξία τους. Έτσι, με την απόφαση αυτή, διατάχθηκε η ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν σε ορισμένες ανταλλαγές που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο 2007-2009.
Το 2020, το βουλγαρικό δημόσιο υποχρέωσε τις TS και HI να επιστρέψουν περί τις 225.000 ευρώ, κατ’ εκτίμηση της αξίας των επίμαχων δασικών εκτάσεων. Οι TS και ΗΙ άσκησαν προσφυγή ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου Βάρνας και στο πλαίσιο επίλυσης της διαφοράς, το βουλγαρικό δικαστήριο απέστειλε στο ΔΕΕ τρία προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία αφορούσαν την ερμηνεία του όρου «επιχείρηση» στο πλαίσιο του ως άνω καθεστώτος και την τυχόν αντίθεση στο άρθρο 107 ΣΛΕΕ και το άρθρο 16 (3) του Κανονισμού 2015/1589 του τρόπου υπολογισμού των προς ανάκτηση ποσών, βάσει του βουλγαρικού δικαίου.
Το ΔΕΕ εξέτασε πρωτίστως εάν η επίμαχη απόφαση της Επιτροπής μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μόνο τα πρόσωπα που απέκτησαν γεωτεμάχια με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας μπορούν να θεωρηθούν «επιχειρήσεις». Επεσήμανε, αρχικά, ότι το άρθρο 107 (1) ΣΛΕΕ δεν εξαρτά τον όρο της «επιχείρησης» από το εάν η οικονομική δραστηριότητα που ασκεί συνδέεται με περιουσιακά στοιχεία των οποίων η κτήση θα μπορούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση. Αντιθέτως, o προληπτικός έλεγχος του άρθρου 108 (3) ΣΛΕΕ συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να εξαρτάται η πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 107 (1) ΣΛΕΕ για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης, μεταξύ των οποίων και η έννοια της «επιχείρησης», από την επέλευση μεταγενεστέρων και τυχαίων περιστάσεων, όπως είναι η χρήση του αποκτηθέντος περιουσιακού στοιχείου για οικονομικούς σκοπούς. Πρόσθεσε δε, ότι ούτε η Επιτροπή είχε προβεί σε τέτοια σύνδεση στην επίμαχη απόφασή της. Με αυτά τα δεδομένα, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι η επίμαχη απόφαση της Επιτροπής δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να περιορίζει την έννοια των δικαιούχων κρατικής ενίσχυσης μόνο στα πρόσωπα που χρησιμοποιούσαν τα ανταλλασσόμενα γεωτεμάχια με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, διότι αυτό το δεδομένο προέκυψε εκ των υστέρων.
Κατόπιν τούτου, το ΔΕΕ εξέτασε το ζήτημα του προσδιορισμού των προς ανάκτηση ποσών. Το βουλγαρικό δίκαιο προσδιόριζε τα εν λόγω ποσά με βάση τις μέσες τιμές των καταχωρημένων δικαιοπραξιών επί ακινήτων. Οι εν λόγω δικαιοπραξίες αφορούσαν γεωτεμάχια με χαρακτηριστικά ανάλογα με εκείνα των υπό εκτίμηση γεωτεμαχίων και κείμενα πλησίον αυτών, στις οποίες τουλάχιστον ένας εκ των συμβαλλομένων είναι έμπορος και οι οποίες συνήφθησαν κατά τη διάρκεια του δωδεκαμήνου που προηγήθηκε της εκτιμήσεως. Το ΔΕΕ έκρινε πρωτίστως ότι είναι καθήκον του εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει εάν η μέθοδος αυτή είναι σύμφωνη με την επίμαχη απόφαση της Επιτροπής, η οποία προέβλεπε περισσότερους τρόπους ανάκτησης.
Όσον αφορά τυχόν απευθείας αντίθεση των βουλγαρικών διατάξεων προς το άρθρο 107 (1) ΣΛΕΕ, το ΔΕΕ, αφού επικαλέστηκε πάγια νομολογία του, έκρινε ότι το εν λόγω άρθρο δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, σε μία μέθοδο όπως η επίμαχη, εφόσον τα κριτήρια που προβλέπονται καθιστούν δυνατό τον υπολογισμό της αγοραίας αξίας των οικείων δασικών εκτάσεων. Πρόσθεσε ότι είναι καθήκον του βουλγαρικού δικαστηρίου να εξετάσει εάν τα επίμαχα κριτήρια καθιστούν δυνατό τον καθορισμό της αγοραίας αξίας κατά τον χρόνο της επίμαχης ανταλλαγής, λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά και νομικά δεδομένα των οποίων έχει λάβει γνώση. Στο πλαίσιο του ελέγχου, πρέπει να εξακριβώσει εάν: α) σε δικαιοπραξίες επί ακινήτων δηλώνεται στην πράξη χαμηλότερο τίμημα χαμηλότερο σε σχέση με το πραγματικό, προκειμένου να μειωθεί το ποσό των φόρων και των συμβολαιογραφικών εξόδων, β) οι πωλήσεις που μπορούν να ληφθούν υπόψη κατ’ αναλογίαν δεν αρκούν για να παράσχουν τη δυνατότητα αξιόπιστης σύγκρισης και γ) οι δικαιοπραξίες επί ακινήτων που μπορεί να ληφθούν υπόψη στο ως άνω πλαίσιο συνήφθησαν σε χρονικό σημείο που απέχει υπέρμετρα από εκείνο της επίμαχης ανταλλαγής.
Ενόψει των ανωτέρω, το ΔΕΕ έκρινε ότι οι επίμαχες βουλγαρικές διατάξεις δεν αντίκεινται στο άρθρο 107 (1) ΣΛΕΕ, ούτε στο άρθρο 16 (3) του Κανονισμού 2015/1589, υπό την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή των κριτηρίων που θέτουν είναι σύμφωνη με την επίμαχη απόφαση της Επιτροπής και ότι τα κριτήριά τους καθιστούν δυνατό τον καθορισμό της αγοραίας αξίας των ανωτέρω εκτάσεων κατά τον χρόνο της πράξεως ανταλλαγής.