Επιτροπή/Dansk Erhverv – Όταν ορισμένη συμπεριφορά λογίζεται ως νόμιμη και θεμιτή, σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση και δεν μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις για αυτήν, η μη επιβολή προστίμου δεν αποτελεί μέτρο χορηγούμενο με κρατικούς πόρους, καθώς δεν συνιστά στέρηση εσόδων από το κράτος
Κρατικοί πόροι και παράλειψη επιβολής προστίμου – C-508/21 P
Το γερμανικό δίκαιο, μεταφέροντας την Οδηγία 94/62/ΕΚ για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας, ορίζει ότι οι διανομείς ποτών σε συσκευασίες μίας χρήσεως υποχρεούνται να χρεώνουν στους πελάτες τους μία πρόσθετη εγγύηση ανά συσκευασία, πλέον ΦΠΑ, η οποία επιστρέφεται στον αγοραστή, όταν επιστρέψει τη συσκευασία. Σε περίπτωση μη είσπραξης του ποσού της εγγύησης, επιβάλλεται πρόστιμο στους διανομείς/εμπόρους λιανικής πώλησης.
Η Dansk Erhverv, μία επαγγελματική ένωση για τα συμφέροντα των δανέζικων επιχειρήσεων, υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή, ισχυριζόμενη ότι η Γερμανία χορηγούσε παράνομη κρατική ενίσχυση σε ομάδα γερμανών λιανοπωλητών που βρίσκονταν κοντά στα σύνορα με τη Δανία, διότι τα μεθοριακά εμπορικά καταστήματά τους πωλούσαν σε Δανούς και Σουηδούς καταναλωτές ποτά συσκευασίας μίας χρήσης, χωρίς να εισπράττουν την ως άνω εγγύηση, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω ποτά θα καταναλώνονταν εκτός Γερμανίας, στοιχείο για το οποίο οι καταναλωτές υπέγραφαν και σχετική δήλωση. Στο ίδιο πλαίσιο, οι αρμόδιες περιφερειακές γερμανικές αρχές παρέλειπαν να επιβάλλουν πρόστιμα στα εν λόγω μεθοριακά εμπορικά καταστήματα, συναινώντας, με τον τρόπο αυτόν, στην πρακτική μη είσπραξης της εγγύησης.
Η Επιτροπή, με την απόφασή SA.44865, εξέτασε την υπόθεση ως προς τρία επιμέρους μέτρα: α) τη μη είσπραξη της εγγύησης, β) τη μη είσπραξη του ΦΠΑ επί του ποσού της εγγύησης και γ) τη μη επιβολή διοικητικού προστίμου στις επιχειρήσεις που δεν εισέπρατταν την εγγύηση. Μετά την ολοκλήρωση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, διαπίστωσε ότι η Γερμανία δεν χορηγούσε, εν προκειμένω, κρατικές ενισχύσεις, διότι: α) το σύστημα επιστροφής εγγυήσεως δεν χρηματοδοτείται με κρατικούς πόρους, αφού την εγγύηση όφειλαν να πληρώσουν οι καταναλωτές, β) η μη είσπραξη ΦΠΑ ήταν λογική συνέπεια της εφαρμογής των γενικών κανόνων περί ΦΠΑ και η μη είσπραξή του δεν απέβλεπε, λόγω του σκοπού και της οικονομίας του όλου συστήματος, στην παροχή πλεονεκτήματος το οποίο θα συνιστούσε πρόσθετη επιβάρυνση για το δημόσιο, και γ) για τη μη επιβολή προστίμου οι γερμανικές αρχές αντιμετώπιζαν σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες ως προς το πεδίο εφαρμογής και την ερμηνεία της επίμαχης υποχρέωσης, στο πλαίσιο της συνήθους άσκησης των προνομίων δημόσιας εξουσίας που διαθέτουν. Ειδικότερα, ερμηνεύοντας το γερμανικό δίκαιο, σύμφωνα και με τη νομολογία των γερμανικών δικαστηρίων, κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι ήταν σύννομη η μη είσπραξη της εγγύησης, εφόσον τα προϊόντα θα καταναλώνονταν εκτός Γερμανίας. Για τον λόγο αυτόν, ούτε και η μη επιβολή προστίμου μπορούσε, κατά την Επιτροπή, να θεωρηθεί πλεονέκτημα που χρηματοδοτείται με κρατικούς πόρους, υπό την έννοια της στέρησης εσόδων από το κράτος.
Η καταγγέλλουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓεΔΕΕ (Τ-47/19), η οποία έγινε δεκτή, με την αιτιολογία ότι η Επιτροπή δεν είχε προβεί σε πλήρη και εμπεριστατωμένη εξέταση του μέτρου της μη επιβολής προστίμου. Το ΓεΔΕΕ ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής και, μάλιστα, στο σύνολό της, κρίνοντας ότι η μη είσπραξη του ΦΠΑ είναι συμφυής με τη μη είσπραξη της εγγύησης, η οποία είναι, επίσης, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μη επιβολή προστίμου στις επιχειρήσεις που δεν εισπράττουν την εγγύηση. Η Επιτροπή, καθώς και η IGG, μία ένωση που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των μεθοριακών επιχειρήσεων της Γερμανίας, άσκησαν αιτήσεις αναιρέσεως (C-508/21 P και C-509/21 P, αντίστοιχα) ενώπιον του ΔΕΕ κατά της ως άνω απόφασης.
To ΔΕΕ επεσήμανε, αρχικώς, ότι οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές αποφάσισαν να μη λάβουν διοικητικά μέτρα κατά των μεθοριακών εμπορικών καταστημάτων που δεν εισέπρατταν την εγγύηση, καθώς, ερμηνεύοντας τις σχετικές εφαρμοστέες διατάξεις, σύμφωνα με τη νομολογία των γερμανικών δικαστηρίων, θεωρούσαν ότι η μη είσπραξη της εγγύησης είναι σύννομη, όταν συνοδεύεται από δήλωση του καταναλωτή ότι θα καταναλώσει τα προϊόντα εκτός Γερμανίας. Ο σύννομος αυτός χαρακτήρας αναγκαστικά αποκλείει και την επιβολή προστίμου, καθώς διοικητικές κυρώσεις επιβάλλονται μόνο για συμπεριφορά, η οποία έχει σαφώς οριστεί ως παράβαση που στοιχειοθετεί την ευθύνη του ενδιαφερομένου. Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι, ακόμα και αν υπήρχαν δυσχέρειες διαρκούς χαρακτήρα ως προς την ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα, η διαπίστωση αυτή δεν θα αρκούσε για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι πληρούνταν η προϋπόθεση περί ύπαρξης κρατικών πόρων, καθώς το γερμανικό δημόσιο στερούνταν έσοδα από την μη επιβολή προστίμο.
Περαιτέρω, το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 7 (1) της Οδηγίας 94/62 δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να απαιτούν την είσπραξη εγγύησης από τους αγοραστές συσκευασιών μίας χρήσεως σε καταστήματα λιανικής πώλησης, όταν η αγορά γίνεται με σκοπό την κατανάλωση των ποτών εκτός του εδάφους του οικείου κράτους μέλους. Αντιθέτως, όταν το περιεχόμενο των συσκευασιών καταναλώνεται σε άλλο κράτος μέλος, οι εν λόγω συσκευασίες καθίστανται «απόβλητα» και τίθενται εκτός του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας.
Κατόπιν τούτων, το ΔΕΕ εκδίκασε το ίδιο την προσφυγή, εξετάζοντας τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν είχε εξετάσει επαρκώς τη μη επιβολή προστίμου. Η διαπίστωσή του ήταν ότι η Επιτροπή ορθώς είχε επισημάνει πως οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές δεν είχαν απαλλάξει τα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα από τις διοικητικές κυρώσεις, αλλά είχαν θεωρήσει, χωρίς να αντιμετωπίσουν ερμηνευτικές δυσχέρειες, ότι, στην περίπτωση αγοράς ποτών με δήλωση εξαγωγής, δεν υφίστατο παράβαση της επίμαχης γερμανικής ρύθμισης. Έτσι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεδομένου ότι η μη είσπραξη της εγγύησης ήταν σύμφωνη με τη ρύθμιση αυτή, αποκλειόταν κατ’ ανάγκην και η επιβολή προστίμου στα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα. Η δέσμευση των καταναλωτών ότι θα καταναλώσουν τα επίμαχα ποτά εκτός γερμανικού εδάφους ήταν συμβατή με τον επιδιωκόμενο σκοπό του γερμανικού φορολογικού καθεστώτος, ο οποίος ήταν η ενθάρρυνση επιστροφής των συσκευασιών ποτών μίας χρήσεως στη Γερμανία. Επομένως, στο μέτρο που η πρακτική των μεθοριακών εμπορικών καταστημάτων να μην εισπράττουν εγγύηση συνιστούσε συμπεριφορά, η οποία είχε εκ των προτέρων οριστεί ως νόμιμη και θεμιτή και για την οποία δεν μπορούσαν να επιβληθούν κυρώσεις στα καταστήματα αυτά, η μη επιβολή προστίμου δεν στερούσε έσοδα από το κράτος και, άρα, δεν αποτελούσε μέτρο χορηγούμενο με κρατικούς πόρους.
Για το σύνολο των παραπάνω λόγων, σε κανένα σημείο της δεν ήταν ανεπαρκής και ελλιπής η αξιολόγηση της Επιτροπής. Για τους λόγους αυτούς, το ΔΕΕ αναίρεσε την απόφαση του ΓεΔΕΕ και απέρριψε την προσφυγή ως αβάσιμη.