Βέλγιο/Επιτροπή – Το βελγικό σύστημα απαλλαγής των υπερκερδών βελγικών οντοτήτων, που αποτελούν μέρος πολυεθνικών ομίλων, συνιστά παράνομη και μη συμβατή κρατική ενίσχυση. Η επιλεκτικότητα του μέτρου προκύπτει από τη διαφορετική αντιμετώπιση των δικαιούχων σε σχέση με οντότητες: α) που δεν αποτελούν μέλη πολυεθνικών ομίλων, β) που δεν έχουν πραγματοποιήσει συγκεκριμένου τύπου de facto απαλλασσόμενες επενδύσεις και γ) που ανήκουν σε μικρούς ομίλους
Φοροαπαλλαγές βάσει αποφάσεων Tax Rulings – T-131/16 RENV
Ήδη από το 2005, το Βέλγιο εφαρμόζει ένα ειδικό ευνοϊκό φορολογικό σύστημα για βελγικές οντότητες – μέλη πολυεθνικών εταιρικών ομίλων. Οι οντότητες αυτές, όταν συγκεντρώνουν δραστηριότητες, δημιουργούν θέσεις εργασίας ή πραγματοποιούν συγκεκριμένου τύπου επενδύσεις στο Βέλγιο, μπορούν να υποβάλουν αίτημα στην αρμόδια βελγική φορολογική αρχή, για να λάβουν φορολογική απόφαση τύπου tax ruling, η οποία προσδιορίζει τη φορολογική τους βάση. Με τις αποφάσεις αυτές, οι οποίες αφορούν ιδίως τις συναλλαγές που πραγματοποιούν με άλλες οντότητες του ιδίου ομίλου, η φορολογική διοίκηση προσδιορίζει το λεγόμενο «υπερκέρδος» τους, δηλαδή εκείνο που υπερβαίνει το σύνηθες κέρδος που θα είχε πραγματοποιηθεί από συγκρίσιμες αυτόνομες οντότητες που λειτουργούν υπό παρόμοιες συνθήκες. Το «υπερκέρδος» αυτό απαλλάσσεται από τον εταιρικό φόρο εισοδήματος.
Το 2016, η Επιτροπή, με την απόφαση SA.37667, διαπίστωσε ότι το εν λόγω φορολογικό σύστημα αποτελούσε παράνομο και μη συμβατό καθεστώς ενισχύσεων και διέταξε την ανάκτηση των αντίστοιχων ποσών από τα οποία είχαν απαλλαγεί 55 βελγικές εταιρείες. Την ίδια χρονιά, το Βέλγιο και μία σειρά εταιρειών – δικαιούχων της απαλλαγής προσέφυγαν στο ΓεΔΕΕ, αιτούμενοι την ακύρωση της εν λόγω απόφασης (Τ-131/16 και T-263/16).
Το 2019, το ΓεΔΕΕ έκανε δεκτή την προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι η Επιτροπή, διαπιστώνοντας ότι το επίμαχο βελγικό φορολογικό σύστημα αποτελεί καθεστώς και όχι επιμέρους ατομικά μέτρα, δεν είχε αξιολογήσει το σύνολο των κρίσιμων εφαρμοστέων βελγικών διατάξεων, με αποτέλεσμα να μην έχει λάβει υπ’ όψιν της ότι: α) η εφαρμογή της απαλλαγής εξαρτιόταν αναγκαστικά από τη θέσπιση πρόσθετων εφαρμοστικών μέτρων, β) η βελγική φορολογική διοίκηση διέθετε περιθώριο διακριτικής ευχέρειας επί όλων των ουσιωδών στοιχείων του συστήματος απαλλαγής που της επέτρεπε να επηρεάζει το ύψος, τα χαρακτηριστικά και τους όρους χορήγησης της απαλλαγής, και γ) δεν προκύπτει ότι οι δικαιούχοι ορίζονταν κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο ή ότι υπήρξε πράγματι συστηματική προσέγγιση των βελγικών φορολογικών αρχών όσον αφορά το σύνολο των οικείων αποφάσεων tax rulings.
Το 2021, κάνοντας δεκτή αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής (C-337/19 P), το ΔΕΕ εξαφάνισε την ως άνω απόφαση του ΓεΔΕΕ. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι: α) το ΓεΔΕΕ είχε προβεί σε υπερβολικά στενή ερμηνεία της έννοιας της «πράξης», κατά το άρθρο 1 (δ) του Κανονισμού 2015/1589, όταν εξέταζε εάν πρόκειται για καθεστώς ενισχύσεων ή για επιμέρους ατομικά μέτρα, β) η Επιτροπή μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη καθεστώτος ενισχύσεων, εφόσον αποδεικνύει επαρκώς ότι αυτό συνάγεται από τη «συστηματική συμπεριφορά» των αρμόδιων αρχών κατά την εφαρμογή εθνικής διάταξης, και εφόσον τα χαρακτηριστικά αυτής της συμπεριφοράς ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου 1 (δ) του Κανονισμού 2015/1589, γ) η συνεκτίμηση της διοικητικής πρακτικής των βελγικών φορολογικών αρχών καθιστά δυνατό να καταδειχθεί το πραγματικό περιεχόμενο της επίμαχης φορολογικής διάταξης, δ) στο μέτρο που οι αποφάσεις των φορολογικών αρχών αποτελούσαν συστηματική πρακτική, μπορούσε να συναχθεί ότι οι τελευταίες δεν διέθεταν, στην πραγματικότητα, καμία διακριτική ευχέρεια κατά την εφαρμογή της επίμαχης διάταξης. Στη βάση αυτή, το ΔΕΕ ανέπεμψε την υπόθεση εκ νέου στο ΓεΔΕΕ.
Η υπόθεση εκδικάστηκε εκ νέου από το ΓεΔΕΕ το 2023. Αφού διαπιστώθηκε η απώλεια κρατικών πόρων από την εν λόγω απαλλαγή, το ΓεΔΕΕ επικεντρώθηκε στο κριτήριο της επιλεκτικότητας. Με βάση το βελγικό φορολογικό δίκαιο, το ΓεΔΕΕ προσδιόρισε, ως σύστημα αναφοράς, το σύνηθες φορολογικό σύστημα για τα εταιρικά κέρδη στο πλαίσιο του γενικού βελγικού φορολογικού συστήματος. Το σύστημα αυτό φορολογούσε το σύνολο των κερδών όλων των εταιριών που υπόκεινται σε φορολογία στο Βέλγιο, χωρίς να αντιμετωπίζει διαφορετικά τις εταιρείες με κριτήριο αν αποτελούν μέλη ομίλων ή όχι. Παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς αποτελούσε το επίμαχο σύστημα απαλλαγών, το οποίο επέτρεπε στη φορολογική διοίκηση να υπολογίζει το φορολογητέο κέρδος ορισμένων μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, σύμφωνα με ένα υποθετικό μέσο κέρδος των ανεξάρτητων εταιρειών στο Βέλγιο. Με τον τρόπο αυτό προέκυπτε το απαλλασσόμενο «υπερκέρδος», δηλαδή το ποσό που αντιστοιχεί στο πραγματικό τους κέρδος μείον το ως άνω υποθετικό κέρδος που υπολόγιζε η φορολογική διοίκηση. Βάσει των δεδομένων αυτών, το ΓεΔΕΕ συμπέρανε ότι ορθώς η Επιτροπή είχε διαπιστώσει ότι η επίμαχη απαλλαγή δεν εντασσόταν στο σύστημα αναφοράς.
Στο σημείο αυτό, το ΓεΔΕΕ παρατήρησε ότι το «υπερκέρδος» δεν προβλεπόταν από το φορολογικό σύστημα αναφοράς, παρά η φορολογική διοίκηση το εφάρμοζε στην πράξη, παρεκκλίνοντας από τους όρους που προέβλεπε η κρίσιμη βελγική διάταξη. Ειδικότερα, με βάση τις αιτήσεις για αποφάσεις tax rulings, η φορολογική διοίκηση επικύρωνε τον υπολογισμό του «υπερκέρδους» που προτεινόταν οι δικαιούχοι και καθόριζε το ποσοστό απαλλαγής που μπορούσε να εφαρμοστεί. Κατά συνέπεια, οι αποφάσεις tax rulings που καλύπτονταν από το επίμαχο καθεστώς δεν μπορούσαν να θεωρηθούν απλώς ως εφαρμογή του νόμου.
Το ΓεΔΕΕ συμφώνησε με την Επιτροπή ότι το σύστημα αυτό δεν ήταν διαθέσιμο σε όλες τις οντότητες που βρίσκονταν σε παρόμοια νομική και πραγματική κατάσταση με τους δικαιούχους, λαμβανομένου υπόψη του στόχου του βελγικού συστήματος φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων, ο οποίος ήταν να φορολογούνται όλα τα κέρδη όλων των εταιρειών με έδρα στο Βέλγιο. Συγκεκριμένα, οι δικαιούχοι είχαν διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με οντότητες: α) που δεν αποτελούσαν μέλη πολυεθνικών ομίλων, β) που δεν είχαν πραγματοποιήσει συγκεκριμένου τύπου de facto απαλλασσόμενες επενδύσεις και γ) που ανήκαν σε μικρούς ομίλους.
Για την τελική διαπίστωση του επιλεκτικού χαρακτήρα του επίμαχου φορολογικού συστήματος, εξετάστηκε εάν μπορούσε να δικαιολογηθεί από τη φύση και τη γενική οικονομία του. Το ΓεΔΕΕ επεσήμανε ότι η επίμαχη απαλλαγή δεν εξαρτιόταν από την απόδειξη ότι το απαλλασσόμενο κέρδος είχε συμπεριληφθεί στα κέρδη άλλης εταιρείας, ούτε από την απόδειξη ότι είχε φορολογηθεί σε άλλο κράτος. Ως εκ τούτου, το επίμαχο καθεστώς δεν αποσκοπούσε στην αποφυγή διπλής φορολογίας, και άρα δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί.
Κατόπιν των παραπάνω κρίσεων, το ΓεΔΕΕ εξέτασε κατά πόσον το επίμαχο επιλεκτικό σύστημα φορολόγησης των υπερκερδών όντως παρείχε πλεονέκτημα στους δικαιούχους. Οι βελγικές οντότητες που ανήκαν σε πολυεθνικό όμιλο και είχαν υποβάλει αίτηση για την έκδοση απόφασης tax ruling είχαν τη δυνατότητα να μειώσουν την εταιρική φορολογική τους υποχρέωση στο Βέλγιο, αφαιρώντας από τη φορολογική τους βάση το ποσοστό του «υπερκέρδους» για τα πέντε έτη ισχύος των εν λόγω αποφάσεων.
Έπειτα, το ΓεΔΕΕ διαπίστωσε στρέβλωση του ανταγωνισμού από το επίμαχο καθεστώς, με δεδομένο ότι τα απαλλασσόμενα υπερκέρδη προέρχονταν από βελγικές οντότητες που αποτελούσαν μέλη πολυεθνικών ομίλων και πραγματοποιούσαν συναλλαγές με άλλες εταιρείες του ομίλου, εγκατεστημένες σε άλλα κράτη. Ως εκ τούτου, διαπιστώθηκε ότι το εν λόγω σύστημα απαλλαγής ήταν ικανό να μεταβάλει τις δραστηριότητες των εν λόγω βελγικών οντοτήτων και των μελών των ομίλων εν γένει, ιδίως όσον αφορά τις επενδύσεις, την εγκατάσταση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, καθώς και τη ροή των ενδοομιλικών συναλλαγών.
Ως προς το ζήτημα της ενδεχόμενης παραβίασης των αρχών της νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου από τη διαταγή ανάκτησης, το ΓεΔΕΕ παρατήρησε ότι η Επιτροπή παρείχε επαρκείς εξηγήσεις προς το Βέλγιο, τόσο ως προς την ταυτότητα των δικαιούχων, όσο και ως προς το ύψος των ενισχύσεων που έπρεπε να ανακτηθούν. Συνεπώς, το Βέλγιο είχε τη δυνατότητα να εξετάσει την ατομική κατάσταση κάθε ενδιαφερόμενης επιχείρησης και το ποσό που έπρεπε να ανακτηθεί. Περαιτέρω, έκρινε ότι οι πολυεθνικοί όμιλοι στους οποίους ανήκαν οι βελγικές οντότητες αποτελούσαν ενιαία οικονομική μονάδα, με αποτέλεσμα να έχει ορθώς διαταχθεί η ανάκτηση των ενισχύσεων από τους πολυεθνικούς αυτούς ομίλους, παρά το γεγονός ότι τυπικά μόνο οι βελγικές οντότητες φαίνονταν ως αποδέκτες τους.
Στη βάση των ανωτέρω, το ΓεΔΕΕ απέρριψε την προσφυγή.