«Ενδιαφερόμενο μέρος» και ενεργητική νομιμοποίηση – C-466/21 P

Land Rheinland-Pfalz/Deutsche Lufthansa – Κατά την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία εγκρίνει μέτρο ενίσχυσης που δεν αφορά άμεσα και ατομικά ανταγωνιστή του προσφεύγοντος, ο προσφεύγων υποχρεούται να επικαλείται ρητά και συγκεκριμένα στο δικόγραφό του και να αποδεικνύει ότι: α) είναι «ενδιαφερόμενο μέρος» κατά τον Κανονισμό 2015/1989 και β) έχουν παραβιαστεί τα διαδικαστικά του δικαιώματα. Για να διαπιστωθεί εάν ο προσφεύγων έχει ανταποκριθεί στην υποχρέωση αυτή δεν αξιολογείται συνολικά το δικόγραφο, αλλά πρέπει να εντοπίζονται συγκεκριμένες αναφορές επί των παραπάνω στοιχείων

Το 2017, η Γερμανία κοινοποίησε στην Επιτροπή σχέδιο λειτουργικής ενίσχυσης του αερολιμένα Φρανκφούρτη-Χαν, λόγω των ζημιών που εμφάνιζε και οι οποίες έθεταν εν αμφιβόλω τη βιωσιμότητά του. Η Επιτροπή, με την απόφαση SA.47969, έκρινε το μέτρο συμβατό με τις Κατευθυντήριες Γραμμές του 2014 για τις κρατικές ενισχύσεις σε αερολιμένες και αεροπορικές εταιρείες, και με κύρια συλλογιστική ότι δεν υπήρχαν άλλοι αερολιμένες στη ζώνη επιρροής του αερολιμένα.

To 2018, η αεροπορική εταιρεία Deutsche Lufthansa AG (Lufthansa) άσκησε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του ΓεΔΕΕ (T‑218/18), με αίτημα την ακύρωση της ως άνω αποφάσεως. Κύρια επιχειρήματα της προσφεύγουσας ήταν ότι η επίμαχη ενίσχυση επέτρεπε στον δικαιούχο αερολιμένα να παρέχει υπηρεσίες στην ανταγωνίστριά της, αεροπορική εταιρεία, Ryanair. Η Ryanair δραστηριοποιούνταν στον αερολιμένα Φρανκφούρτη-Χαν, ενώ η Lufthansa στον διεθνή αερολιμένα της Φρανκφούρτης. Οι δύο αερολιμένες απέχουν περί τα 120 χιλιόμετρα ο ένας από τον άλλον.

To ΓεΔΕΕ έκανε δεκτή την προσφυγή, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν είχε αξιολογήσει το σύνολο των κριτηρίων που θέτουν οι Κατευθυντήριες Γραμμές του 2014 και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής. Το ομόσπονδο γερμανικό κρατίδιο Ρηνανίας-Παλατινάτου, επί του οποίου εδρεύει ο επίμαχος αερολιμένας, προσέβαλε την απόφαση του ΓεΔΕΕ, με αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του ΔΕΕ (C-466/21 P).

Το ΔΕΕ, αφού έκρινε παραδεκτές τόσο την αίτηση αναιρέσεως, όσο και την αίτηση ανταναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή, εξέτασε το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποίησης της Lufthansa να ασκήσει την ένδικη προσφυγή. Συμφώνησε με το ΓεΔΕΕ ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής περί συμβατότητας ορισμένου μέτρου που λαμβάνονται με τη διαδικασία του άρθρου 108 (3) ΣΛΕΕ μπορούν να προσβληθούν δικαστικά από κάθε «ενδιαφερόμενο», κατά την έννοια του άρθρου 108 (2) ΣΛΕΕ, όταν ο προσφεύγων επιδιώκει να διασφαλίσει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλεί από τη διάταξη αυτή. Στο πλαίσιο αυτό, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή της Lufthansa, έπρεπε η προσφεύγουσα αφενός μεν να αποδείξει ότι είναι «ενδιαφερόμενο μέρος» κατά τον Κανονισμό 2015/1989, αφετέρου δε, να επικαλεστεί προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της.

Εξετάζοντας εάν, πράγματι η Lufthansa είχε αποδείξει την ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους», το ΔΕΕ επεσήμανε ότι η κρίση του ΓεΔΕΕ είχε βασιστεί στον κίνδυνο η χορήγηση της επίμαχης ενίσχυσης να έχει συγκεκριμένες επιπτώσεις επί της καταστάσεως της προσφεύγουσας, αναφορικά με τη δραστηριοποίησή της στον διεθνή αερολιμένα της Φρανκφούρτης, καθώς και στον ανταγωνισμό για τους προορισμούς των πτήσεων που προσφέρει από εκεί. Σημείωσε, όμως, ότι δεν προέκυπτε από το δικόγραφο της προσφυγής ότι η Lufthansa είχε προβάλει το επιχείρημα αυτό για να δικαιολογήσει την ενεργητική νομιμοποίησή της, παρότι η ίδια επωμίζεται το βάρος αποδείξεως της ενεργητικής νομιμοποίησης.

Περαιτέρω, το ΔΕΕ υπογράμμισε ότι η κρίση του ΓεΔΕΕ πως η Lufthansa και η Ryanair ήταν ανταγωνίστριες, ως προς τις δραστηριότητές τους στον διεθνή αερολιμένα της Φρανκφούρτης και στον αερολιμένα Φρανκφούρτη-Χαν, αντίστοιχα, βασίστηκε αποκλειστικά σε στοιχεία που είχε προσκομίσει η Lufthansa, χωρίς, ωστόσο, να αξιολογηθούν αντίστοιχα στοιχεία που είχε προσκομίσει η Επιτροπή. Έτσι, το ΔΕΕ έκρινε πως το ΓεΔΕΕ όφειλε να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους είχε κρίνει ότι τα στοιχεία αυτά δεν ήταν ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ως άνω διαπίστωσή του, πράγμα που δεν έπραξε.

Εν συνεχεία, εξετάστηκε το ζήτημα της επίκλησης προσβολής διαδικαστικών δικαιωμάτων της Lufthansa. Το ΔΕΕ επεσήμανε, αρχικά, ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων, για να αποδείξει ότι η Επιτροπή έπρεπε να έχει κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, είναι παραδεκτά, όταν, κατά το γράμμα του δικογράφου, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, λόγω της μη κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, στερήθηκε των διαδικαστικών εγγυήσεων τις οποίες δικαιούται. Το ΔΕΕ καταλόγισε στο ΓεΔΕΕ ότι δεν είχε μνημονεύσει ρητώς τα σημεία του δικογράφου της προσφυγής στα οποία στηρίχθηκε, για να προβεί στην εκτίμηση ότι η Lufthansa είχε προσηκόντως επικαλεστεί την παραβίαση των διαδικαστικών της δικαιωμάτων, παρά είχε αρκεστεί στην εκτίμηση ότι η επίκληση αυτή προέκυπτε από το σύνολο του δικογράφου. Ούτε και είχε εξετάσει, ως όφειλε, ποιες από τις αιτιάσεις που προέβαλε η Lufthansa αποσκοπούσαν ειδικώς στην απόδειξη του ότι η Επιτροπή έπρεπε να έχει κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, παρά εξέτασε συνολικά τα επιχειρήματα που είχε προβάλει η προσφεύγουσα.

Για ως άνω λόγους, το ΔΕΕ καταλόγισε στο ΓεΔΕΕ πλάνη περί το δίκαιο και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογίας, αναίρεσε την απόφασή του και ανέπεμψε σε αυτό την υπόθεση για νέα κρίση.

https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=277404&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=1853703

keyboard_arrow_up