Veejaam και Espo – Η Επιτροπή περιορίζει, αλλά δεν απεκδύεται, τη διακριτική της ευχέρεια με τις Κατευθυντήριες Γραμμές που εκδίδει και, άρα, δύναται να εξετάσει τις εξαιρετικές περιστάσεις που επικαλείται κράτος μέλος για τη διαπίστωση του χαρακτήρα κινήτρου κατ’ άλλον τρόπο πλην της υποβολής της αίτησης πριν από την έναρξη των εργασιών
Χαρακτήρας κινήτρου για την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ – ΔΕΕ C-470/20
Οι εταιρείες ASVeejaamκαι OÜ Espo είναι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας που δραστηριοποιούνται στην Εσθονία. Αμφότερες οι εταιρείες αιτήθηκαν την καταβολή νέας ενίσχυσης, βάσει του εσθονικού καθεστώτος για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ELTS), με σκοπό την αντικατάσταση του μεγαλύτερου μέρους των αρχικών υδροηλεκτρικών σταθμών παραγωγής ενέργειας που είχαν κατασκευάσει και θέσει σε λειτουργία, κατόπιν σχετικής αρχικής ενίσχυσης που είχαν λάβει. Η ιδιαιτερότητα και των δύο περιπτώσεων έγκειται στο γεγονός ότι οι αιτήσεις για τη χορήγηση των νέων ενισχύσεων έλαβε χώρα μετά την ολοκλήρωση των εργασιών αντικατάστασης.
Η αρμόδια εσθονική αρχή αρνήθηκε τη χορήγηση των νέων ενισχύσεων σε αμφότερες τις εταιρείες, καθώς ο ELTSπροέβλεπε ότι το εν λόγω καθεστώς χορηγούσε κίνητρα σε νέες μονάδες παραγωγής και όχι στήριξη σε ήδη υφιστάμενους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας σε μόνιμη βάση.
Αμφότερες οι εταιρίες προσέφυγαν στο Διοικητικό Πρωτοδικείο και στη συνέχεια στο Διοικητικό Εφετείο του Ταλίν, τα οποία, όμως, απέρριψαν τους ισχυρισμούς τους. Ακολούθως, άσκησαν αιτήσεις αναιρέσεως στο Ανώτατο Δικαστήριο της Εσθονίας. Το τελευταίο υπέβαλε πέντε προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ που αφορούσαν κυρίως: α) στην ερμηνεία της παρ. 50 των Κατευθυντηρίων Γραμμών 2014-2020 για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας, περί της διαπίστωσης του χαρακτήρα κινήτρου της αιτούμενης νέας ενίσχυσης, και β) του άρθρου 1 (γ^27) του Κανονισμού 2015/1589, περί του εάν η εν λόγω ενίσχυση θεωρείται «νέα» ή «υφιστάμενη», λαμβάνοντας υπόψη ότι χορηγήθηκε μεν βάσει υφιστάμενου καθεστώτος, αλλά μεταγενέστερα της καταληκτικής ημερομηνίας ισχύος του.
Σημειώνεται ότι πριν την υποβολή των προδικαστικών ερωτημάτων, το Εσθονικό Ανώτατο Δικαστήριο είχε ζητήσει γνωμοδότηση από την Επιτροπή, η οποία επεσήμανε ότι καμία από τις αναιρεσείουσες δεν δικαιούται την επίμαχη ενίσχυση, βάσει των Κατευθυντήριων Γραμμών του 2014, δεδομένου ότι οι αιτήσεις τους υπεβλήθησαν μετά την εγκατάσταση των νέων μονάδωνπαραγωγής. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι οι αναιρεσείουσες ήταν σε θέση υλοποίησης του έργου, ακόμα και χωρίς την ενίσχυση. Η Επιτροπή πρόσθεσε ότι, ούτως ή άλλως, οι αντικαταστάσεις στις οποίες προέβησαν οι αναιρεσείουσες προβλέπονταν ως υποχρεωτικές από την εσθονική περιβαλλοντική νομοθεσία, με αποτέλεσμα τυχόν ενίσχυση να μην έχει χαρακτήρα κινήτρου.
Ως προς το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, που αφορούσε τη σχέση μεταξύ του χρόνου της αίτησης για τη χορήγηση ενίσχυσης και της έννοιας του «χαρακτήρα κινήτρου» για την υλοποίηση της επένδυσης, υπενθυμίζεται ότι η παράγραφος 50 των Κατευθυντήριων Γραμμών του 2014 προβλέπει ρητά ότι μία ενίσχυση δεν παρέχει «κίνητρο», όταν ο δικαιούχος αρχίζει να υλοποιεί ένα έργο πριν υποβάλει αίτηση ενίσχυσης. Με αναφορά στην απόφαση Kotnik(C-526/14), το ΔΕΕ επεσήμανε ότι οι Κατευθυντήριες Γραμμές της Επιτροπής αποτελούν αυτοπεριορισμό της διακριτικής της ευχέρειας. Όταν πληρούνται τα κριτήρια των Κατευθυντηρίων Γραμμών, η Επιτροπή έχει υποχρέωση έγκρισης της ενίσχυσης. Όταν δεν πληρούνται τα κριτήρια των Κατευθυντηρίων Γραμμών, η Επιτροπή διατηρεί τη δυνατότητα έγκρισης της ενίσχυσης, σε εξαιρετικές ειδικές περιπτώσεις. Στη βάση αυτή, και με δεδομένο πως η Επιτροπή είχε γνωμοδοτήσει ότι απαιτείται χαρακτήρας κινήτρου για να ενισχυθούν οι εργασίες αντικατάστασης στις οποίες προέβησαν οι δύο εταιρείες, το ΔΕΕ έκρινε ότι η προϋπόθεση του «κινήτρου» της παρ. 50 των Κατευθυντηρίων Γραμμών του 2014 μπορεί να πληρούται και να αποδεικνύεται με άλλον τρόπο, ακόμα και όταν η αίτηση ενίσχυσης υποβάλλεται μετά την έναρξη των εργασιών του έργου.
Το δεύτερο ερώτημα αφορούσε τη σχέση μεταξύ του χαρακτήρα κινήτρου και της υποχρέωσης των δύο εταιρειών να προβούν στις διαδικασίες αντικατάστασης. Η μία από τις αναιρεσείουσες είχε ισχυριστεί ότι, παρά την εκ του νόμου υποχρέωσή της, δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στην εκτέλεση του έργου, χωρίς την ενίσχυση, αλλά θα είχε παύσει τη δραστηριότητά της. Το ΔΕΕ απέφυγε να πάρει σαφώς θέση για το ζήτημα και παρέπεμψε στην επί της ουσίας κρίση του Εσθονικού Ανωτάτου Δικαστηρίου, με κριτήρια, μεταξύ άλλων, τα έσοδα της εταιρείας και τις δαπάνες που πρέπει να καταβάλει, ελλείψει ενίσχυσης, για να συμμορφωθεί με τους περιβαλλοντικούς όρους που είναι απαραίτητοι για τη νόμιμη λειτουργία της.
Το τρίτο ερώτημα αφορούσε στο ζήτημα εάν η χορήγηση ενίσχυσης, βάσει υφιστάμενου καθεστώτος και μετά τη γνωστοποιηθείσα στην Επιτροπή καταληκτική ημερομηνία ισχύος του, αυτή λογίζεται ως «υφιστάμενη» ή ως «νέα» ενίσχυση. Το ΔΕΕ έκρινε ότι η παράταση της διάρκειας ισχύος υφιστάμενης ενίσχυσης αποτελεί τροποποίησήτηςκαι, άρα, αποτελεί «νέα» ενίσχυση. Ένα εγκεκριμένο από την Επιτροπή καθεστώς θεωρείται «υφιστάμενο». Εφόσον, όμως, αυτό εξακολουθεί να εφαρμόζεται από το κράτος μέλος και μετά τη λήξη της εφαρμογής του, τότε θεωρείται «νέα» ενίσχυση. Η παράτασή του υφιστάμενου καθεστώτος θα έπρεπε να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή.
Το τέταρτο και πέμπτο ερώτημα αφορούσαν στη χορήγηση ενίσχυσης, κατά το χρονικό διάστημα που εκκρεμούσε η απόφαση της Επιτροπής περί συμβατότητας. Το ΔΕΕ, και στην περίπτωση αυτή, επιβεβαίωσε τη νομολογία του, κρίνοντας ότι δεν υπάρχει υποχρέωση ανάκτησης του τμήματος της ενίσχυσης που προηγείται της διαπίστωσης συμβατότητας από την Επιτροπή. Υπάρχει, όμως, υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να διατάξουν την καταβολή τόκων, για όσο χρονικό διάστημα η ενίσχυση καταβαλλόταν παράνομα. Η κύρωση αυτή αποσκοπεί στην αντιστάθμιση του αδικαιολόγητου πλεονεκτήματος του δικαιούχου, το οποίο συνίσταται τόσο στο ότι δεν αναγκάστηκε να δανειστεί το εν λόγω κεφάλαιο από την αγορά,όσο και στη βελτίωση της ανταγωνιστικής του θέσης στην αγορά κατά το χρονικό αυτό διάστημα.