Στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παράβασης της υποχρέωσης ανάκτησης, το ΔΕΕ δεν είναι απαραίτητο να λαμβάνει υπόψη του τη θεσμική βαρύτητα του υπεύθυνου κράτους μέλους η οποία εκφράζεται με τον αριθμό των ψήφων που έχει αυτό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προκειμένου να καθορίσει επαρκώς αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις κατά του εν λόγω κράτους μέλους
Πρόστιμο στην Ελλάδα λόγω μη ανάκτησης ενισχύσεων από τη ΛΑΡΚΟ – ΔΕΕ C-51/20
Στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας, η τελευταία έθεσε σε εφαρμογή πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων διαφόρων επιχειρήσεων μεταξύ των οποίων ήταν και η ΛΑΡΚΟ Γενική Μεταλλευτική & Μεταλλουργική ΑΕ (στο εξής: ΛΑΡΚΟ), ελληνική μεταλλευτική και μεταλλουργική εταιρία που ειδικεύεται στην εξόρυξη και επεξεργασία μεταλλεύματος λατερίτη, την εξόρυξη λιγνίτη και την παραγωγή σιδηρονικελίου και υποπροϊόντων του. Οι δραστηριότητές της ΛΑΡΚΟ περιλαμβάνουν τη διερεύνηση, την ανάπτυξη, την εκμετάλλευση ορυχείων/λατομείων, την τήξη και την εμπορία των προϊόντων της σε παγκόσμια κλίμακα. Το Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου, που συστάθηκε προκειμένου να διαχειριστεί τη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων, ενημέρωσε την Επιτροπή για το σχέδιο ιδιωτικοποίησης της ΛΑΡΚΟ .
Η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με διάφορα μέτρα που αφορούσαν τη ΛΑΡΚΟ , όπως κρατικές εγγυήσεις για τα έτη 2008, 2010 και 2011, αύξηση κεφαλαίου το 2009, συμφωνία διευθέτησης χρέους υπογραφείσα το 1998, παροχή της δυνατότητας κατάθεσης εγγυητικών επιστολών το 2010, ύψους 1,5 εκατομμυρίου ευρώ, αντί της καταβολής φορολογικού προστίμου ύψους 190 εκατομμυρίων ευρώ (SA.34572/2013). Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή έκρινε ότι τα επίμαχα μέτρα συνιστούν παράνομες και μη συμβατές κρατικές ενισχύσεις και διέταξε την ανάκτησή τους (SA.34572/2014). Στο μεταξύ, η Ελληνική Δημοκρατία είχε γνωστοποιήσει στην Επιτροπή την πρόθεσή της να προβεί στην πώληση ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της ΛΑΡΚΟ μέσω δύο χωριστών διαγωνισμών, οπότε η Επιτροπή εξέδωσε, την ίδια ημέρα, και δεύτερη απόφαση σχετικά με την ως άνω πώληση (SA.37954/2014), με την οποία διαπίστωσε ότι, εφόσον τηρούνταν ορισμένες προϋποθέσεις, η εν λόγω μεταβίβαση, πρώτον, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση και, δεύτερον, δεν συνεπάγεται οικονομική συνέχεια μεταξύ της ΛΑΡΚΟ και του κυρίου ή των κυρίων των στοιχείων του ενεργητικού που θα μεταβιβασθούν.
Ωστόσο, η Ελλάδα δεν έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ανάκτηση εντός της ταχθείσας από την Επιτροπή προθεσμίας στην υπόθεση SA.34572/2014, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να ασκήσει μία πρώτη προσφυγή λόγω παραβάσεως η οποία έγινε δεκτή από το ΔΕΕ (C-481/16).
Στη συνέχεια, κατόπιν αιτήματος του ΔΕΕ για παροχή πληροφοριών βάσει του άρθρου 62 παρ. 1 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, προέκυψε ότι στις 22 Μαρτίου 2021 η ΛΑΡΚΟ εξακολουθούσε να τελεί υπό καθεστώς ειδικής διαχείρισης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή προσέφυγε εκ νέου στο ΔΕΕ, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι εξακολουθεί να υφίσταται η παράβαση του άρθρου 260 παρ. 1 ΣΛΕΕ από την Ελλάδα και να διαταχθεί σε βάρος της ημερήσια χρηματική ποινή βάσει συντελεστή προσαρμογής 4,6 (σε κλίμακα 1-20), καθώς και καταβολή κατ’ αποκοπή ποσού βάσει των Ανακοινώσεων της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 260 ΣΛΕΕ (Ανακοίνωση του 2005), την τροποποίηση του 2019 της μεθόδου υπολογισμού για τα κατ’ αποκοπή ποσά και τις ημερήσιες χρηματικές ποινές επί παραβάσει και την επικαιροποίηση του 2019 των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του κατ’ αποκοπή ποσού και των χρηματικών ποινών επί παραβάσει.
Το ΔΕΕ έκανε δεκτή και τη δεύτερη αυτή προσφυγή της Επιτροπής, δεδομένου ότι η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι έλαβε κάποια μέτρα για την ανάκτηση των επίμαχων κρατικών ενισχύσεων, εντούτοις δεν τις ανέκτησε στο σύνολό τους, οπότε της επιβλήθηκε εξαμηνιαία χρηματική ποινή 4.368.000 ευρώ μέχρι την πλήρη ανάκτηση, καθώς και καταβολή κατ’ αποκοπή ποσού, ύψους 5,5 εκατομμυρίων ευρώ.
Ειδικότερα, όσον αφορά τον προσδιορισμό του ύψους των επιβαλλόμενων ποσών σε βάρος της Ελλάδας, το ΔΕΕ σημείωσε, καταρχάς, ότι οι προτάσεις της Επιτροπής δεν δεσμεύουν το ΔΕΕ και συνιστούν απλώς χρήσιμη βάση αναφοράς. Ομοίως, οι Ανακοινώσεις της Επιτροπής για τα κατ’ αποκοπή ποσά και τις ημερήσιες χρηματικές ποινές είναι ενδεικτικοί κανόνες που δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο, αλλά συμβάλλουν στην εξασφάλιση της διαφάνειας, της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου στη δράση της Επιτροπής, όταν το όργανο αυτό διατυπώνει προτάσεις προς το Δικαστήριο.
Εν προκειμένω, για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ποινής, το ΔΕΕ έλαβε υπόψη του: α) τη σοβαρότητα της παράβασης λόγω του θεμελιώδους χαρακτήρα των διατάξεων της ΣΛΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις, β) το σημαντικό ύψος του ποσού της ενίσχυσης που δεν έχει ανακτηθεί (160 εκατ. ευρώ), γ) το γεγονός ότι η αγορά στην οποία η ΛΑΡΚΟ ασκεί τη δραστηριότητά της, ιδίως η αγορά σιδηρονικελίου, είναι διασυνοριακή και δ) τον επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα της παραβατικής συμπεριφοράς της Ελλάδας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Προκειμένου δε να εξασφαλιστεί ο αναλογικός και αποτρεπτικός χαρακτήρας της κύρωσης, το ΔΕΕ έκρινε ότι πρέπει να εκτιμάται η διαπιστωθείσα παράβαση και η ικανότητα πληρωμής του κράτους μέλους, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί υπόψη η θεσμική βαρύτητα του παραβιάσαντος κράτους μέλους, δηλαδή ο αριθμός των ψήφων που διαθέτει αυτό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς αυτή είναι ανεξάρτητη από τα χαρακτηριστικά της επίμαχης παράβασης. Σχετικά με την ικανότητα πληρωμής του κράτους μέλους, το ΔΕΕ επισήμανε ότι κυριότερο στοιχείο αποτελεί το ΑΕΠ του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Επίσης, το ΔΕΕ έκρινε ότι ο συντελεστής προσαρμογής που πρότεινε η Επιτροπή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην υπό κρίση περίπτωση, αφού η Επιτροπή δεν απέδειξε τα αντικειμενικά κριτήρια βάσει των οποίων καθόρισε την τιμή του εν λόγω συντελεστή.
Τέλος, σε σχέση με την περιοδικότητα της χρηματικής ποινής, το ΔΕΕ έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές υιοθέτησαν ορισμένα μέτρα με σκοπό την εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής (καθεστώς ειδικής διαχείρισης), τα αποτελέσματα των οποίων, όμως, δεν είναι δυνατόν να επέλθουν αμέσως. Συνεπώς, το ΔΕΕ έκρινε ότι η ενδεχόμενη διαπίστωση της παύσης της παράβασης και η αξιολόγηση της προόδου των μέτρων εκτέλεσης της απόφασης της Επιτροπής μπορεί να γίνουν μόνο μετά την πάροδο εύλογου χρονικού διαστήματος, που να καθιστά δυνατή τη συνολική εκτίμηση των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων. Εν προκειμένω, το ΔΕΕ θεώρησε ότι η χρηματική ποινή πρέπει να επιβληθεί ανά εξάμηνο καθυστέρησης και όχι ανά ημέρα καθυστέρησης όπως είχε προτείνει η Επιτροπή.