Ενίσχυση η φορολόγηση της Fútbol Club Barcelona – ΔΕΕ C-362/19 P

Η Επιτροπή, προκειμένου να κρίνει εάν ένα φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζεται ετησίως συνιστά κρατική ενίσχυση, αρκεί να αποδείξει, μέσω μιας συνολικής εκτίμησης αυτού του καθεστώτος, την πιθανότητα χορήγησης οικονομικού πλεονεκτήματος κατά τον χρόνο θέσπισής του, χωρίς να προσδιορίζει το ακριβές ύψος του πλεονεκτήματος

Το 2016, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Ισπανία είχε χορηγήσει παράνομες και μη συμβατές κρατικές ενισχύσεις, με τη μορφή εταιρικών φορολογικών προνομίων, σε 4 επαγγελματικούς αθλητικούς συλλόγους και, συγκεκριμένα, στους Fútbol Club Barcelona (FCB), Real Madrid, Athletic Club και Atlético Osasuna. Βάσει της ισπανικής νομοθεσίας, όλοι οι ισπανικοί επαγγελματικοί αθλητικοί σύλλογοι υποχρεώθηκαν να μετατραπούν σε ανώνυμες αθλητικές ΕΠΕ, με σκοπό την ενθάρρυνση μιας πιο υπεύθυνης οικονομικής διαχείρισης. Ωστόσο, ο νόμος εξαιρούσε τους επαγγελματικούς αθλητικούς συλλόγους που ήταν κερδοφόροι τα προηγούμενα χρόνια. Κατά συνέπεια, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή, οι τέσσερις προαναφερόμενοι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι συνέχισαν να λειτουργούν με τη μορφή μη κερδοσκοπικών νομικών προσώπων, επωφελούμενοι από την εφαρμογή ενός χαμηλότερου συντελεστή φόρου σε σχέση με αυτόν των ανωνύμων εταιριών για διάστημα άνω των 20 ετών. Κατά την κρίση της Επιτροπής, αυτή η ρύθμιση δεν ενέπιπτε στο σύστημα αναφοράς και συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση που δεν δικαιολογούνταν επαρκώς. Συνεπώς, η Επιτροπή έκρινε ότι η ρύθμιση αυτή προσπόρισε παράνομες και μη συμβατές κρατικές ενισχύσεις προς τους προαναφερόμενους αθλητικούς συλλόγους και διέταξε την Ισπανία να την ανακτήσει.

Κατά της απόφασης της Επιτροπής άσκησε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΓεΔΕΕ η FCB, θεωρώντας ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε συνολικά το επίμαχο φορολογικό καθεστώς ως όφειλε, δεδομένου ότι δεν έλαβε υπόψη της τη δυνατότητα που είχαν οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί να λαμβάνουν έκπτωση για επανεπένδυση των έκτακτων κερδών τους και, άρα, να μην αποκομίζουν τελικά οικονομικό πλεονέκτημα. Το ΓεΔΕΕ έκανε δεκτό τον ισχυρισμό αυτόν και έκρινε ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος, στο μέτρο που δεν προέβη σε στάθμιση των θετικών και αρνητικών επιπτώσεων που συνεπαγόταν το νομικό καθεστώς αυτών των συλλόγων στη φορολόγησή τους. Ως εκ τούτου, το ΓεΔΕΕ ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής.

Στη συνέχεια, η Επιτροπή αιτήθηκε την αναίρεση της απόφασης του ΓεΔΕΕ, υποστηρίζοντας ότι δεν υποχρεούνταν να προβεί σε τέτοιου είδους στάθμιση, προκειμένου να αποφανθεί για την πλήρωση του κριτηρίου του οικονομικού πλεονεκτήματος κατ’ άρθρο 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ.

Το ΔΕΕ επισήμανε σχετικά ότι, σε περίπτωση που το φορολογικό καθεστώς ενισχύσεων έχει εφαρμογή σε ετήσια ή περιοδική βάση, η Επιτροπή οφείλει απλώς να αποδείξει ότι το συγκεκριμένο καθεστώς, όταν αξιολογηθεί στο σύνολό του, δύναται, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, να έχει ως αποτέλεσμα, κατά τον χρόνο θεσπίσεώς του, τη χαμηλότερη φορολόγηση των δικαιούχων σε σχέση με εκείνη που προκύπτει από την εφαρμογή του γενικού φορολογικού καθεστώτος. Στο στάδιο αυτό η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να προσδιορίσει εκ των προτέρων και για κάθε φορολογική χρήση το ακριβές ύψος της φορολόγησης. Ωστόσο, για να διαταχθεί ανάκτηση, η Επιτροπή θα πρέπει να διαπιστώνει και να αποδεικνύει ότι χορηγήθηκε πράγματι πλεονέκτημα, καθώς και να προσδιορίζει το ακριβές ποσό της ενίσχυσης που αντιστοιχεί σε κάθε δικαιούχο για κάθε φορολογική χρήση. Σχετικά, το ΔΕΕ σημείωσε ότι η έκπτωση για επανεπένδυση έκτακτων κερδών εξαρτάται από τη μεταγενέστερη επέλευση τυχαίων και μεταβλητών περιστάσεων, δηλαδή χορηγείται μόνον υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις που δεν πληρούνται πάντοτε.

Στην υπό κρίση περίπτωση, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι, όπως ορθά έκρινε η Επιτροπή, το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων μπορούσε, ήδη από τον χρόνο θεσπίσεώς του, να ευνοήσει τους συλλόγους που λειτουργούσαν με τη μορφή μη κερδοσκοπικού νομικού προσώπου σε σχέση με τους συλλόγους που λειτουργούσαν ως ανώνυμες αθλητικές εταιρίες, παρέχοντάς τους, επομένως, πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ.

Περαιτέρω, δεδομένου ότι το επίμαχο φορολογικό καθεστώς εφαρμοζόταν σε ετήσια βάση, η εκτίμηση του κατά πόσον ο μειωμένος συντελεστής αντισταθμίζεται από την έκπτωση για επανεπένδυση έκτακτων κερδών μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον αφότου το καθεστώς αυτό παύσει οριστικά να ισχύει.

Συνεπώς, το ΔΕΕ έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τις συνέπειες από την έκπτωση μόνον κατά το στάδιο της ανάκτησης των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν βάσει του επίμαχου φορολογικού καθεστώτος, οπότε και θα έπρεπε να προσδιορίσει το ακριβές ποσό που έλαβε πράγματι κάθε δικαιούχος.

Κατόπιν των ανωτέρω, το ΔΕΕ ακύρωσε την απόφαση του ΓεΔΕΕ και καταδίκασε την FCB στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

https://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?num=C-362/19

keyboard_arrow_up