Μη συμβατή ενίσχυση η απόφαση tax ruling υπέρ της Fiat – Τ-755/15 & Τ-759/15

Tο ΓεΔΕΕ επιβεβαίωσε την κρίση της Επιτροπής ότι οι αποφάσεις tax ruling που υιοθέτησε το Λουξεμβούργο σχετικά με τη φορολόγηση της εταιρίας “Fiat Finance Chrysler Europe” για τις ενδοομιλικές συναλλαγές της συνιστά μη συμβατή κρατική ενίσχυση

To 2012, οι φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου εξέδωσαν φορολογική απόφαση (tax ruling) υπέρ της Fiat Chrysler Finance Europe (FFT), μιας επιχείρησης μέλους του ομίλου αυτοκινήτων Fiat/Chrysler που παρέχει υπηρεσίες διαθεσίμων και χρηματοδότησης σε άλλες θυγατρικές εταιρίες του ομίλου στην Ευρώπη. Η επίμαχη απόφαση καθόρισε τη μέθοδο κατανομής των κερδών της FFT στον όμιλο Fiat/Chrysler, βάσει της οποίας διαμορφωνόταν η ετήσια φορολογική οφειλή της εν λόγω εταιρίας προς το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, κατά τα φορολογικά έτη 2012 έως 2016. Συγκεκριμένα, συμφωνήθηκε ότι, βάσει της έκθεσης τιμολόγησης των ενδοομιλικών συναλλαγών που συνέταξε ο φοροτεχνικός σύμβουλος της FFT, η πλέον ενδεδειγμένη μέθοδος για τον καθορισμό του φορολογητέου κέρδους της FFT ήταν η μέθοδος του καθαρού περιθωρίου συναλλαγής (TNMM), καθώς η FFT παρέχει χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες μόνο στις εταιρείες του ομίλου Fiat/Chrysler. Η μέθοδος αυτή έχει ως αποτέλεσμα να λαμβάνονται υπόψη τα καθαρά περιθώρια κέρδους που προκύπτουν από συγκρίσιμες συναλλαγές μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων. Τα φορολογητέα κέρδη απέκλειαν οποιαδήποτε απόδοση των ιδίων κεφαλαίων της FFT που υποστήριζαν τις χρηματοοικονομικές επενδύσεις της στις θυγατρικές εταιρίες του ομίλου, Fiat Finance North America (FFNA) και Fiat Finance Canada Ltd (FFC).

Επιπροσθέτως, η επίδικη φορολογική απόφαση συμπεριλάμβανε δύο επιπλέον συνιστώσες για τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών της FFT:

    – «Αμοιβή κινδύνου», υπολογιζόμενη πολλαπλασιάζοντας το υποθετικό ρυθμιστικό κεφάλαιο της FFT με αναμενόμενο ποσοστό απόδοσης 6,05%.

    – «Αμοιβή λειτουργίας», υπολογιζόμενη πολλαπλασιάζοντας το κεφάλαιο της FFT που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της με το επιτόκιο της αγοράς που ισχύει για τις βραχυπρόθεσμες καταθέσεις.

Βάσει των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή έκρινε ότι η επίμαχη φορολογική απόφαση παρείχε επιλεκτικό πλεονέκτημα στην FFT, καθώς είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της φορολογικής οφειλής που θα πλήρωνε η FFT, εάν εφαρμοζόταν το γενικό σύστημα φορολογίας εισοδήματος του Λουξεμβούργου για τις αυτόνομες (μη συνδεδεμένες) επιχειρήσεις. Ειδικότερα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εφαρμογή της μεθόδου του καθαρού περιθωρίου των συναλλαγών (TNMM) που υποστηρίχθηκε με την επίδικη φορολογική ρύθμιση ήταν εσφαλμένη, καθώς έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη το σύνολο του κεφαλαίου της FFT και να είχε εφαρμοσθεί επί αυτού ένα ενιαίο ποσοστό απόδοσης, προκειμένου να τηρείται η αρχή «των ίσων αποστάσεων» (arm’s length principle). Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η μέθοδος αυτή οδήγησε σε σημαντική υποτίμηση της κεφαλαιακής βάσης της FFT κατά ποσοστό περίπου 60%.

Συνακόλουθα και επειδή πληρούνταν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά παράνομη και μη συμβατή κρατική ενίσχυση, καθώς δεν της είχε κοινοποιηθεί πριν τεθεί σε εφαρμογή και διέταξε την ανάκτησή της. Δικαιούχο αυτής της ενίσχυσης θεώρησε συνολικά τον όμιλο Fiat/Chrysler, στο μέτρο που η FFT αποτελούσε οικονομική ενότητα με τις άλλες επιχειρήσεις του ομίλου και, άρα, επωφελήθηκαν και οι τελευταίες από την επίμαχη απόφαση tax ruling, αφού η μείωση του φόρου της FFT είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των όρων τιμολόγησης των δανείων εντός του ομίλου.

Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου και η FFT ζήτησαν την ακύρωση της απόφασης αυτής ενώπιον του ΓεΔΕΕ, θεωρώντας ότι η Επιτροπή εσφαλμένα έκρινε ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση.

Αρχικά, τo ΓεΔΕΕ επισήμανε ότι, όταν ο εθνικός φορολογικός νόμος δεν κάνει διάκριση μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων (επιχειρήσεων που ανήκουν σε ομίλους επιχειρήσεων) και αυτόνομων (μη συνδεδεμένων) επιχειρήσεων, συνεπάγεται ότι η φορολόγηση του κέρδους που προκύπτει από την οικονομική δραστηριότητα μιας συνδεδεμένης επιχείρησης γίνεται σαν να είχε προκύψει από συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν σε τιμές αγοράς. Σε μία τέτοια περίπτωση, το ΓεΔΕΕ διευκρίνισε ότι η αρχή των πραγματικών συνθηκών της αγοράς αποτελεί ένα εργαλείο που εμπίπτει στην άσκηση των εξουσιών της Επιτροπής και της επιτρέπει να ελέγχει εάν οι συναλλαγές εντός ομίλου αμείβονται σαν να είχαν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ ανεξάρτητων εταιριών. Κατ’ εφαρμογήν της αρχής αυτής, η Επιτροπή συγκρίνει τη φορολογική μεταχείριση μιας συνδεδεμένης επιχείρησης με αυτήν μιας αυτόνομης επιχείρησης, που ασκεί τις δραστηριότητές της υπό συνθήκες αγοράς, σε μια συγκρίσιμη πραγματική κατάσταση. Εν προκειμένω και δεδομένου ότι ο φορολογικός νόμος του Λουξεμβούργου δεν περιλαμβάνει ειδικές ρυθμίσεις για τη φορολόγηση των συνδεδεμένων επιχειρήσεων, η Επιτροπή ορθά εφάρμοσε την εν λόγω αρχή, προκειμένου να αξιολογήσει τη συμβατότητα του επίμαχου μέτρου.

Περαιτέρω, το ΓεΔΕΕ επικύρωσε την κρίση της Επιτροπής ότι η κατάτμηση του μετοχικού κεφαλαίου της FFT, στην οποία εφαρμόστηκαν διαφορετικοί συντελεστές απόδοσης, δεν ήταν σύμφωνη με την αρχή των ίσων αποστάσεων και ότι εσφαλμένα αποκλείσθηκε από τα φορολογητέα κέρδη της FFT η αμοιβή των ιδίων κεφαλαίων της για επενδύσεις στις FFNA και FFC.

Κατά συνέπεια, το ΓεΔΕΕ απέρριψε τις προσφυγές ακύρωσης στο σύνολό τους, δεδομένου ότι η Επιτροπή ορθά έκρινε πως η μεθοδολογία που προέβλεπε η επίδικη φορολογική ρύθμιση μείωσε τη φορολογική οφειλή της FFT σε σχέση με τον φόρο που θα έπρεπε αυτή να καταβάλει βάσει του φορολογικού δικαίου του Λουξεμβούργου, με αποτέλεσμα, η FFT να αποκομίσει επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα.

http://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?num=T-755/15

keyboard_arrow_up