Απόφαση του Συμβουλίου για την εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών σε ζητήματα φορολογίας, με την οποία παρέχεται εξουσιοδότηση σε ένα κράτος μέλος να εισάγει εξαιρέσεις από την υποχρέωση καταβολής φόρων, δεν εμποδίζει την Επιτροπή να ασκήσει τις εξουσίες που της απονέμει το άρθρο 108 ΣΛΕΕ και να αξιολογήσει το εν λόγω εθνικό μέτρο υπό το πρίσμα των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις.
Επικύρωση απόφασης «αλουμίνα II» – ΓεΔΕΕ Τ-119/07, Τ-207/07, Τ-129/07&Τ-130/07
Η Γαλλία, η Ιρλανδία και η Ιταλία είχαν θεσπίσει ειδική νομοθεσία, βάσει της οποίας οι εταιρίες που χρησιμοποιούσαν πετρελαιοειδή για την παραγωγή αλουμίνας (οξείδιο του αργιλίου) στο έδαφός τους απαλλάσσονταν εν όλω ή εν μέρει από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης που εφαρμόζονταν γενικά στην κατανάλωση πετρελαιοειδών. Σημειωτέον ότι η αλουμίνα είναι μια λευκή σκόνη που χρησιμοποιείται κυρίως σε χυτήρια για την παραγωγή αλουμινίου.
Στην Ιρλανδία, στην Ιταλία και στη Γαλλία υπάρχει μόνον ένας εγχώριος παραγωγός αλουμίνας και, συγκεκριμένα, η Eurallumina SpA στην Ιταλία, η Aughinish Alumina στην Ιρλανδία και η Alcan στη Γαλλία. Όμως, και σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ υφίστανται παραγωγοί αλουμίνας, όπως στη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ουγγαρία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η φορολόγηση των πετρελαιοειδών εναρμονίστηκε σε επίπεδο ΕΕ μετά την έναρξη ισχύος της Οδηγίας 92/81/ΕΚ του Συμβουλίου. Η χρήση πετρελαιοειδών για την παραγωγή αλουμίνας δεν εξαιρέθηκε από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας. Ωστόσο, με διάφορες αποφάσεις, το Συμβούλιο της ΕΕ επέτρεψε στη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία να εξαιρέσουν από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης τα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αλουμίνας στην περιφέρεια Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία (απόφαση 2001/224/ΕΚ). Η δυνατότητα εξαίρεσης παρασχέθηκε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006.
Στη συνέχεια, η Οδηγία 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας κατήργησε την Οδηγία 92/82/EΚ από τις 31 Δεκεμβρίου 2003. Βάσει της νέας Οδηγίας, από την εν λόγω ημερομηνία, ο ελάχιστος συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης στο βαρύ πετρέλαιο δεν έχει πλέον εφαρμογή στο καύσιμο που χρησιμοποιείται στην παραγωγή αλουμίνας και οι παρεκκλίσεις της απόφασης 2001/224/ΕΚ ενσωματώθηκαν στο παράρτημα ΙΙ αυτής της Οδηγίας.
Mε την απόφαση 2006/323/ΕΚ, η Επιτροπή έκρινε ότι οι ανωτέρω φοροαπαλλαγές συνιστούσαν εν μέρει μη συμβατές κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν για την περίοδο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, δηλαδή μέχρι την έναρξη ισχύος της Οδηγίας 2003/96, («απόφαση αλουμίνα I»). Περαιτέρω, αποφάσισε να παρατείνει την επίσημη διαδικασία έρευνας για την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2004, δηλαδή για την περίοδο μετά την έναρξη ισχύος της Οδηγίας 2003/96, επειδή είχε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των ενισχύσεων σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Γραμμές για τις περιφερειακές ενισχύσεις 1998 και με τις κοινοτικές Κατευθυντήριες Γραμμές για τις ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος 2001.
Το 2007, η Επιτροπή έκρινε ότι οι απαλλαγές από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνταν ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας και εφαρμόστηκαν από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία για την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2004, συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις οι οποίες ήταν μη συμβατές, κατά το μέρος που οι δικαιούχοι δεν κατέβαλλαν τουλάχιστον 20% του οφειλόμενου ειδικού φόρου κατανάλωσης (απόφαση 2007/375/ΕΚ) και διέταξε την ανάκτησή τους («απόφαση αλουμίνα II»).
Η Ιταλία και η Eurallumina προσέφυγαν ενώπιον του ΓεΔΕΕ (Τ-119/07 και Τ-207/07 αντίστοιχα), προκειμένου να ακυρώσουν την απόφαση της Επιτροπής του 2007, για τον λόγο ότι η τελευταία παρέλειψε να λάβει υπόψη της το γεγονός ότι η επίμαχη απαλλαγή εγκρίθηκε με την Οδηγία 2003/96 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006, καθώς και ότι παραβίασε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που δημιουργήθηκε στην Ιταλία και την Eurallumina βάσει της Οδηγίας 2003/96 σχετικά με τη νομιμότητα του μέτρου περί εξαίρεσης της Eurallumina από την υποχρέωση καταβολής του φόρου κατανάλωσης για ολόκληρη την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2004 έως 31 Δεκεμβρίου 2006.
Αντίστοιχα, και η Ιρλανδία και η Aughinish Alumina προσέφυγαν κατά της ίδιας απόφασης (υποθέσεις Τ-129/07 και Τ-130/07 αντίστοιχα), αμφισβητώντας την κρίση της Επιτροπής σχετικά με την επιλεκτικότητα της επίμαχης ιρλανδικής νομοθεσίας, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν άλλες παρόμοιες βιομηχανίες ούτε υπήρξε ζήτημα περί διακριτικής μεταχείρισης βάσει του εν λόγω μέτρου. Εξάλλου, όπως ισχυρίσθηκαν οι προσφεύγουσες, η ιρλανδική νομοθεσία δεν εμποδίζει μια αλλοδαπή επιχείρηση που επιθυμεί να παράγει αλουμίνα να εγκατασταθεί στην Ιρλανδία, προκειμένου να τύχει της ίδιας απαλλαγής.
Ως προς τις προσφυγές της Ιταλίας και της Eurallumina, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι, ακόμη και εάν γίνει δεκτό ότι η Οδηγία 2003/96 εξουσιοδότησε την Ιταλία να εφαρμόσει, κατ’ εξαίρεση, την επίμαχη απαλλαγή, η εν λόγω εξουσιοδότηση δεν εμπόδιζε την έκδοση της προσβαλλομένης απόφασης. Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου στον τομέα της εναρμόνισης της νομοθεσίας περί ειδικών φόρων κατανάλωσης διακρίνονται σαφώς από αυτές της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, ώστε οι αποφάσεις του Συμβουλίου στον τομέα αυτόν δεν μπορούν να εμποδίζουν την Επιτροπή ή να της απαγορεύουν να ασκεί τις εξουσίες που της απονέμει το άρθρο 108 ΣΛΕΕ. Κατά το ΓεΔΕΕ, οι κανόνες στον τομέα της εναρμόνισης της φορολογικής νομοθεσίας και οι κανόνες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων αποτελούν δύο αυτοτελή συστήματα κανόνων, δηλαδή το πρώτο δεν μπορεί να θεωρηθεί lex specialis σε σχέση με το δεύτερο, λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη ότι ο σκοπός και το πεδίο εφαρμογής κάθε συστήματος είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Το ΓεΔΕΕ επισήμανε, περαιτέρω ότι, υπό τις ίδιες περιστάσεις, δεν δημιουργείται ούτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα του επίμαχου μέτρου περί φοροαπαλλαγής, εν προκειμένω υπέρ της Ιταλίας και της Eurallumina, που να εμποδίζει την Επιτροπή να αξιολογήσει τη συμβατότητα του μέτρου και να διατάξει την ανάκτησή του, επειδή κατά την έκδοση της Οδηγίας 2003/96, η Επιτροπή είχε ήδη δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία έρευνας, διατυπώνοντας δημοσίως αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της απαλλαγής από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης. Συνεπώς, μετά τη δημοσίευση της απόφασης αυτής, ούτε η Ιταλία ούτε η Eurallumina δεν μπορούσαν να έχουν πλέον δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι η έγκριση της επίμαχης απαλλαγής βάσει της ανωτέρω Οδηγίας θα εμπόδιζε την αμφισβήτησή της βάσει άλλων διατάξεων, όπως των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.
Αναφορικά δε με τις προσφυγές της Ιρλανδίας και της Aughinish Alumina, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η επίμαχη φοροαπαλλαγή ήταν επιλεκτική κατά το μέτρο που ευνοούσε ορισμένες μόνον επιχειρήσεις στην Ιρλανδία, δηλαδή τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούσαν πετρελαιοειδή για την παραγωγή αλουμίνας, και επιπρόσθετα δεν αποδείχθηκε ότι η απαλλαγή αυτή δικαιολογείται από τη φύση και τη λογική του ιρλανδικού συστήματος φορολόγησης.
Κατόπιν των ανωτέρω το ΓεΔΕΕ επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής και στις δύο περιπτώσεις και καταδίκασε τις προσφεύγουσες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων.
http://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?num=T-119/07&language=en
http://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?language=en&num=T-129/07