Επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα χορηγείται, ακόμη και όταν η χρήση του επαφίεται στην επιλογή της εκάστοτε επιχείρησης
Απόρριψη προσφυγής της Sigma Alimentos κατά απόφασης Επιτροπής – ΓεΔΕΕ Τ-239/11
Η Ισπανία υιοθέτησε ένα ειδικό φορολογικό μέτρο, κατά το οποίο, όταν μία ισπανική εταιρία συμμετέχει με ποσοστό τουλάχιστον 5% στο κεφάλαιο μίας αλλοδαπής εταιρίας επί έναν χρόνο ανελλιπώς, τότε η οικονομική υπεραξία που προκύπτει από την εν λόγω συμμετοχή απαλλάσσεται από τον φόρο που βαρύνει τις ισπανικές εταιρίες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μετά την επίσημη διαδικασία έρευνας που διενήργησε, κατέληξε ότι η εν λόγω φορολογική ρύθμιση, συνιστά κρατική ενίσχυση, καθώς παρέχει επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα σε ορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, η οποία δεν είναι συμβιβάσιμη με το ενωσιακό δίκαιο και διέταξε την ανάκτησή της από το ισπανικό κράτος. Ειδικότερα, η Επιτροπή έκρινε ότι το συγκεκριμένο φορολογικό μέτρο εισάγει εξαίρεση από το κανονικό καθεστώς φορολόγησης της υπεραξίας που προκύπτει από τη συμμετοχής μιας ισπανικής εταιρίας στο κεφάλαιο άλλης ισπανικής εταιρίας. Η δυνατότητα απόσβεσης της υπεραξίας προβλέπεται από την ισπανική νομοθεσία μόνο σε περίπτωση συνένωσης των εταιριών. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓεΔΕΕ η ισπανική εταιρία Sigma Alimentos Exterior, υποστηρίζοντας ότι το επίμαχο μέτρο ήταν γενικό και, άρα, κάθε επιχείρηση μπορούσε να επωφεληθεί από αυτό. Σε κάθε περίπτωση δε, η Επιτροπή έσφαλε θεωρώντας ως σύστημα αναφοράς τους γενικούς φορολογικούς κανόνες σχετικά με την υπεραξία, που προκύπτει σε περίπτωση συμμετοχής μιας ισπανικής εταιρίας στο κεφάλαιο άλλης ισπανικής εταιρίας, αφού οι περιπτώσεις αυτές δεν τελούν μεταξύ τους σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, καθώς το επίμαχο μέτρο αφορούσε την φορολόγηση της υπεραξίας σε σχέση με τη συμμετοχή σε αλλοδαπές επιχειρήσεις.
Το ΓεΔΕΕ υπενθύμισε ότι η έννοια της επιλεκτικότητας κατ’ άρθρο 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ στοιχειοθετείται, όχι μόνον όταν ένα εθνικό μέτρο αποκλείει ορισμένες επιχειρήσεις λόγω συγκεκριμένων νομικών ή οικονομικών χαρακτηριστικών τους, αλλά και όταν ο αποκλεισμός κάποιων εταιριών εξαρτάται από τις επιχειρηματικές κινήσεις στις οποίες επιλέγουν να προβούν. Στην παρούσα περίπτωση, από το φορολογικό μέτρο που θέσπισε η ισπανική κυβέρνηση μπορούν, πράγματι, να επωφεληθούν όλες οι εταιρίες με έδρα την Ισπανία που υπόκεινται στην ισπανική φορολόγηση, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα επιλέξουν να συμμετέχουν στο κεφάλαιο εταιριών με έδρα εκτός της Ισπανίας ή και της ΕΕ. Εξ αντιδιαστολής, οι ισπανικές εταιρίες που επιλέγουν να επενδύσουν σε άλλες ισπανικές εταιρίες στερούνται αυτής της ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης από το ισπανικό κράτος. Περαιτέρω, το μέτρο αυτό αποτελεί, κατά το ΓεΔΕΕ, μία ειδικότερη ρύθμιση της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με τον φόρο που βαρύνει τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως του εάν αυτές επενδύουν σε ημεδαπές εταιρίες και, άρα, δεν πρόκειται για ένα ξεχωριστό φορολογικό καθεστώς, αλλά, όπως ορθά έκρινε η Επιτροπή, συνιστά παρέκκλιση από το ισχύον γενικό φορολογικό καθεστώς των εταιριών. Η εξαίρεση αυτή, μάλιστα, δεν δικαιολογείται βάσει των αρχών και της φύσης του ισπανικού φορολογικού συστήματος, καθώς δημιουργεί άνιση μεταχείριση σε βάρος όσων εταιριών επιλέγουν να επενδύσουν σε ημεδαπές επιχειρήσεις.
Επομένως, σύμφωνα με τις παραπάνω διαπιστώσεις, το ΓεΔΕΕ επικύρωσε την κρίση της Επιτροπής και κατέληξε ότι το επίμαχο μέτρο εμπίπτει στην έννοια της κρατικής ενίσχυσης κατ’ άρθρο 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ, αφού με αυτό παρέχεται επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα σε ορισμένες μόνον επιχειρήσεις.