Καταδίκη της Ελλάδας λόγω μη τήρησης απόφασης ανάκτησης – ΔΕΕ C 93/17

Επιβολή χρηματικής ποινής και προστίμου λόγω επανειλημμένης μη εκτέλεσης απόφασης της Επιτροπής σε προηγούμενες υποθέσεις

Η Ελλάδα έλαβε, κατά τα έτη 1996 έως 2003, ορισμένα μέτρα ενισχύσεων, τα οποία συνίσταντο σε εισφορές κεφαλαίου, παροχή εγγυήσεων και χορήγηση δανείων υπέρ της επιχείρησης Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ (ENΑΕ) και τα οποία είχε εγκρίνει η Επιτροπή με τις αποφάσεις C 10/1994 και N 513/2001. Η ΕΝΑΕ ήταν ιδιοκτήτρια ενός ελληνικού εμπορικού και στρατιωτικού ναυπηγείου και ειδικευόταν στην κατασκευή πολεμικών πλοίων. Το 2008, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2009/610/ΕΚ, με την οποία διαπίστωσε ότι η Ελλάδα δεν τήρησε τους όρους των εγκριτικών αποφάσεων και, συνακόλουθα, κατέληξε ότι οι ανωτέρω ενισχύσεις εφαρμόστηκαν καταχρηστικά και διέταξε την ανάκτησή τους εντός τεσσάρων μηνών από την κοινοποίηση της απόφασής της. Ειδικότερα, κατά τον κατασταλτικό έλεγχο που διενήργησε η Επιτροπή, έκρινε ότι με τις επίμαχες ενισχύσεις το ελληνικό κράτος ωφέλησε άμεσα και αποκλειστικά την εμπορική δραστηριότητα της ΕΝΑΕ, νοθεύοντας τον ανταγωνισμό και γι’ αυτό διέταξε η ανάκτηση να γίνει μόνον από τα περιουσιακά στοιχεία που συνδέονταν με το τμήμα των μη στρατιωτικών δραστηριοτήτων της ΕΝΑΕ. Ωστόσο, η Ελλάδα δεν συμμορφώθηκε με την απόφαση της Επιτροπής και δεν προχώρησε σε ανάκτηση των ενισχύσεων εντός της τιθέμενης προθεσμίας, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να προσφύγει ενώπιον του ΔΕΕ, προκειμένου να διαπιστωθεί η παραβατική συμπεριφορά της Ελλάδας και να της επιβληθεί χρηματική ποινή, εφόσον εξακολουθούσε να υφίσταται η παράβαση της υποχρέωσης εκτέλεσης της απόφασης ανάκτησης. Προς υπεράσπισή της η Ελλάδα προέβαλε ως λόγο που δικαιολογούσε την αδυναμία ανάκτησης των ενισχύσεων τη δυσχερή οικονομική κατάσταση της ΕΝΑΕ, σε συνδυασμό με τη διαφύλαξη των ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας του κράτους. Όπως υποστήριξε το ελληνικό κράτος, δεν ήταν δυνατή η υπαγωγή της ΕΝΑΕ σε πτωχευτική διαδικασία, καθόσον η διαδικασία αυτή θα έθετε σε κίνδυνο την απρόσκοπτη συνέχιση των στρατιωτικών δραστηριοτήτων του ναυπηγείου και, ως εκ τούτου, την αμυντική ικανότητα της Ελλάδος. Αντ’ αυτού η Ελλάδα πρότεινε την υπαγωγή της ΕΝΑΕ σε ειδική διαχείριση, μέσω της οποίας θα μπορούσε με την πάροδο του χρόνου να ανακτήσει τις ενισχύσεις, χωρίς να διακινδυνεύσει η εθνική ασφάλεια.

Το ΔΕΕ έκρινε ότι η Ελλάδα πράγματι δεν τήρησε τις υποχρεώσεις της, που απέρρεαν από την απόφαση της Επιτροπής, και απέρριψε τις ενστάσεις της ως αλυσιτελείς. Ειδικότερα, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι μέχρι και την συζήτηση της υπόθεσης ενώπιόν του, η Ελλάδα δεν είχε λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ανάκτηση των ενισχύσεων, ενώ είχε παρέλθει ήδη πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα από τη λήξη της προθεσμίας ανάκτησης. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα κίνησε τη διαδικασία υπαγωγής της ΕΝΑΕ σε ειδική διαχείριση οκτώ χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής. Κατά τη διαδικασία αυτή μάλιστα, η Ελλάδα προέβη μόνο σε αναγγελία των απαιτήσεών της, χωρίς καν να επακολουθήσει και εγγραφή αυτών στον πίνακα πιστωτών. Κατά το ΔΕΕ, η εγγραφή στον πίνακα κατατάξεως των πιστωτών πρέπει να συνοδεύεται οπωσδήποτε, είτε από την είσπραξη του συνολικού ποσού της ενίσχυσης, είτε από τη θέση της επιχείρησης σε εκκαθάριση και την οριστική παύση των δραστηριοτήτων της, προκειμένου να θεωρηθεί ότι το κράτος μέλος εκπλήρωσε την υποχρέωση ανακτήσεως. Σχετικά δε με τον ισχυρισμό περί προστασίας των ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας της Ελλάδας, το ΔΕΕ επισήμανε ότι η Ελλάδα, εφόσον γι’ αυτόν το λόγο δεν μπορούσε να θέσει την ΕΝΑΕ σε εκκαθάριση, όφειλε να προτείνει εγκαίρως στην Επιτροπή εναλλακτικούς τρόπους ανάκτησης των παράνομων ενισχύσεων. Περαιτέρω, παρατηρώντας το ΔΕΕ ότι η Ελλάδα πολλές φορές και στο παρελθόν έχει παραβεί τις υποχρεώσεις ανάκτησης που της επιβάλλει η Επιτροπή, έκανε δεκτό το αίτημα της τελευταίας για επιβολή σε βάρος της Ελλάδας χρηματικής ποινής, ύψους 7.294.000 ευρώ, ως μέτρου εξαναγκασμού με σκοπό την ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, και ενός προστίμου 10.000.000 ευρώ, καταβαλλόμενου κατ’ αποκοπή. Για τον υπολογισμό του ύψους της χρηματικής ποινής το ΔΕΕ έλαβε υπόψη του το ΑΕΠ της χώρας και τον αριθμό ψήφων που διέθετε η Ελλάδα στο Συμβούλιο, κατά τον χρόνο της εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών από το ίδιο. Η καταβολή της ποινής θα γίνεται ανά εξάμηνο καθυστέρησης ολοκλήρωσης της ανάκτησης, καθώς το ΔΕΕ έκρινε ότι η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα την πρόοδο των μέτρων εκτελέσεως της αποφάσεως, που θα λαμβάνει η Ελλάδα, και να διαπιστώσει την παύση της επίμαχης παραβάσεως.

http://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?language=en&td=ALL&num=C-93/17

keyboard_arrow_up