Τα φορολογικής φύσεως μέτρα που χορηγήθηκαν στη θυγατρική της Cosco Pacific Limited εταιρεία «Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά Α.Ε.» (ΣΕΠ) συνιστούν ασυμβίβαστες κρατικές ενισχύσεις, και, συνεπώς, η Ελλάδα οφείλει να τις ανακτήσει άμεσα και εντόκως από τον ΣΕΠ και τη μητρική του Cosco
Κρατική ενίσχυση τα μέτρα υπέρ της Cosco Pacific Limited – Τ-314/15
Η υπό κρίση υπόθεση ξεκίνησε το 2008, όταν ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) αποφάσισε να επεκτείνει την υποδομή του σταθμού εμπορευματοκιβωτίων και προκήρυξε ανοικτό ευρωπαϊκό διαγωνισμό σύμφωνα με τους κανόνες δημοσίων συμβάσεων για την παραχώρηση της εκμετάλλευσης των προβλητών ΙΙ και ΙΙΙ. Κατόπιν της ολοκλήρωσης του διαγωνισμού, επελέγη η Cosco Pacific Limited, η οποία και συνέστησε θυγατρική ειδικού σκοπού, τη «Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά (ΣΕΠ)». Το ίδιο έτος, ο ΟΛΠ υπέγραψε σύμβαση παραχώρησης με τον ΣΕΠ, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 3755/2009. Ο νόμος αυτός περιείχε φορολογικές ρυθμίσεις προς όφελος του ΣΕΠ, οι οποίες, σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής 2015/1827/ΕΕ, συνιστούσαν παράνομες και ασυμβίβαστες κρατικές ενισχύσεις. Σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής, η Ελλάδα όφειλε να ανακτήσει άμεσα από τον ΣΕΠ και τη μητρική του εταιρεία, την Cosco, τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παράνομες και ασυμβίβαστες ενισχύσεις, περιλαμβανομένων των τόκων, υπολογιζόμενων με τη μέθοδο του ανατοκισμού.
Στις 02.06.2015, οι ελληνικές αρχές άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής, διότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της Ελλάδος κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Ακόμη, οι ελληνικές αρχές υποστήριξαν ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ ως προς την έννοια της κρατικής ενίσχυσης, καθώς και του άρθρου 107 παρ. 3 ΣΛΕΕ σχετικά με τη συμβατότητα των ενισχύσεων προς τον ΣΕΠ και, τέλος, κατέληξε σε εσφαλμένη ποσοτικοποίηση των προς ανάκτηση ποσών.
Το Γενικό Δικαστήριο επανέλαβε ότι η έννοια του πλεονεκτήματος έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και βασίζεται στα αποτελέσματα που επιφέρει ένα μέτρο, ανεξαρτήτως της αιτιολογίας που παραθέτει η αρχή που θεσπίζει το μέτρο. Εξάλλου, ακόμη και αν αποδεικνυόταν ότι τα εν λόγω μέτρα ήταν απαραίτητα για την αντιστάθμιση διαρθρωτικού μειονεκτήματος, ο φερόμενος ως αντισταθμιστικός χαρακτήρας τους δεν θα απέκλειε τον χαρακτηρισμό των πλεονεκτημάτων αυτών ως «κρατικών ενισχύσεων». Σε ό,τι αφορά, δε, στον επιλεκτικό χαρακτήρα των πλεονεκτημάτων, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε ότι, εφόσον ο νόμος 3755/2009 αφορούσε αποκλειστικά και μόνον τον ΣΕΠ ως ατομική ενίσχυση, τεκμαίρεται ότι είναι επιλεκτικός, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω έλεγχος. Εντούτοις, και ο έλεγχος τριών σταδίων που εφάρμοσε η Επιτροπή, καίτοι δεν ήταν υποχρεωμένη προς τούτο, δεν ήταν εσφαλμένος. Απορριπτέοι κρίθηκαν επίσης οι λόγοι ακυρώσεως αναφορικά με την εσφαλμένη αιτιολογία και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107 § 3 ΣΛΕΕ σχετικά με τη συμβατότητα των εικαζόμενων ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά. Τούτο, διότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα επίμαχα μέτρα αποτελούν λειτουργικές ενισχύσεις του ΣΕΠ, οι οποίες μπορούν να εγκριθούν, μόνον εφόσον δικαιολογούνται από τη συμβολή τους στην περιφερειακή ανάπτυξη, από τον χαρακτήρα τους και από την αναλογικότητά τους, ενώ θα πρέπει να χορηγούνται μόνο σε συνάρτηση με σαφώς καθορισμένες επιλέξιμες δαπάνες, να είναι προσωρινές και να καταργούνται σταδιακά. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι είναι εξαιρετικά απίθανο τα ad hoc μέτρα αποκλειστικά υπέρ του ΣΕΠ να επιλύσουν όλα τα τοπικά προβλήματα με ομοιόμορφο τρόπο για όλη την περιφέρεια Αττικής. Τέλος, κατά το ΓεΔΕΕ, δεν είναι υποχρεωμένη η Επιτροπή σε περίπτωση ανάκτησης κρατικής ενίσχυσης να καθορίσει στην απόφασή της το ακριβές ύψος των προς ανάκτηση ποσών.
Το ΓεΔΕΕ κατέληξε ότι τα φορολογικής φύσεως μέτρα που χορηγήθηκαν στη θυγατρική της Cosco Pacific Limited εταιρεία «Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά Α.Ε.» (ΣΕΠ) συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και, συνεπώς, η Ελλάδα οφείλει να τις ανακτήσει άμεσα και εντόκως από τον ΣΕΠ και τη μητρική του Cosco.