Αγγλικά

17/04/2024 Φόρος επί συστημάτων κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων – T-112/22

Svenska Bankföreningen και Länsförsäkringar Bank/Επιτροπή – Φόρος που επιβάλλεται στα πιστωτικά ιδρύματα, όταν αυτά έχουν ένα ορισμένο ελάχιστο επίπεδο οφειλών και αποσκοπεί στη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών, προκειμένου να υπάρχει περιθώριο για τη διαχείριση μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων, δεν είναι επιλεκτικός. Τα μεγάλα τραπεζικά ιδρύματα δεν βρίσκονται στην ίδια νομική και πραγματική κατάσταση με τα μικρότερα, διότι ενδεχόμενη χρηματοπιστωτική τους αστάθεια θα είχε πολύ μεγαλύτερες συνέπειες για την για την οικονομία και την κοινωνική συνοχή
Το 2021, η Σουηδία κοινοποίησε στην Επιτροπή ένα σχέδιο νόμου που επέβαλε τον λεγόμενο «φόρο κινδύνου» στα πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον το ύψος των οφειλών τους υπερέβαινε ένα ορισμένο κατώτατο όριο. Συνολικά εννέα πιστωτικά ιδρύματα ήταν υποκείμενα στον εν λόγω φόρο. Η Επιτροπή, με την απόφαση SA.56348/2021 έκρινε ότι ο επίμαχος φόρος δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση, διότι δεν πληρούσε το κριτήριο της επιλεκτικότητας. Προσδιορίζοντας το «κανονικό» φορολογικό καθεστώς, διαπίστωσε ότι, με δεδομένο ότι ο επίμαχος φόρος ακολουθούσε τη δική του λογική, ήταν ανεξάρτητος από άλλα εθνικά φορολογικά καθεστώτα. Τα πιστωτικά ιδρύματα που αφορούσε κατ’ αποκλειστικότητα ο φόρος, των οποίων οι οφειλές αποτελούσαν πηγή αστάθειας, διέφεραν από τα λοιπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς παρουσίαζαν διαφορετικό βαθμό κινδύνου. Συνεπώς, τα υποκείμενα και μη υποκείμενα στον φόρο πιστωτικά ιδρύματα δεν βρίσκονταν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση υπό το πρίσμα του σκοπού του φόρου. Το 2022, μία ένωση τραπεζιτών και μία τράπεζα άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως κατά της παραπάνω απόφασης της Επιτροπής.

Οι προσφεύγουσες επικαλέστηκαν προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους, λόγω μη κίνησης επίσημης διαδικασίας έρευνας από την Επιτροπή. Το ΓεΔΕΕ, αφού υπενθύμισε την πάγια νομολογία των ευρωπαϊκών δικαστηρίων περί των σταδίων ελέγχου της επιλεκτικότητας σε φορολογικά μέτρα, παρατήρησε ότι ο επίμαχος φόρος αποσκοπούσε στην ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών της Σουηδίας και της διατήρησης του δημόσιου χρέους σε χαμηλό επίπεδο, προκειμένου να υπάρχει περιθώριο για τη διαχείριση μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Επεσήμανε ότι τα πιστωτικά ιδρύματα παρουσιάζουν διαφορετικού βαθμού κίνδυνο για τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος αναλόγως του μεγέθους τους. Επομένως, τα προβλήματα ενός μεγάλου πιστωτικού ιδρύματος θα μπορούσαν να μετακυλιστούν γρήγορα σε ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα, κάτι που δεν συμβαίνει με τα μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα. Παρατήρησε ότι, στον επίμαχο φόρο υπόκεινται τα πιστωτικά ιδρύματα που υπέχουν το 90 % του συνόλου των οφειλών όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στη Σουηδία. Για τους λόγους αυτούς, διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν αποδείξει ότι η πτώχευση των πιστωτικών ιδρυμάτων που δεν ήταν υποκείμενες στον φόρο, ακόμη και αν θεωρούνταν ως ενιαίο σύνολο, θα συνεπαγόταν συστημικό κίνδυνο και θα είχε μεγάλο αρνητικό αντίκτυπο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην οικονομία εν γένει, προκαλώντας έτσι σημαντικό έμμεσο κόστος για την κοινωνία.

Ως προς τη βάση επιβολής του φόρου, η Επιτροπή είχε κρίνει ότι ο όγκος των οφειλών ενός πιστωτικού ιδρύματος αποτελούσε έναν από τους δείκτες του μεγέθους του εν γένει, της σημασίας του και του κινδύνου που θα ενείχε ενδεχομένως η πτώχευσή του για τη μακροοικονομική κατάσταση στη Σουηδία, διαπιστώνοντας ότι το εν λόγω κριτήριο ήταν συναφές προς τον σκοπό του φόρου και δεν εισήγαγε προδήλως δυσμενή διάκριση. Το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι το ενωσιακό δίκαιο δεν εμποδίζει την επιβολή φορολογίας χωρίς προοδευτικό χαρακτήρα επί του συνολικού ποσού των οφειλών των πιστωτικών ιδρυμάτων. Το γεγονός ότι υφίστανται δείκτες καταλληλότεροι ή ακριβέστεροι από το συνολικό ποσό των οφειλών των πιστωτικών ιδρυμάτων είναι αδιάφορο για τον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, δεδομένου ότι το ενωσιακό δίκαιο στον τομέα αυτόν αφορά μόνον την κατάργηση των επιλεκτικών πλεονεκτημάτων, των οποίων θα μπορούσαν να τύχουν ορισμένες επιχειρήσεις εις βάρος άλλων που βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση. Με δεδομένο τον σκοπό του επίμαχου φόρου, το ΓεΔΕΕ διαπίστωσε ότι ο σουηδός νομοθέτης δεν θεώρησε ότι οι οφειλές των μεγάλων πιστωτικών ιδρυμάτων αυξάνουν την έκθεσή τους σε κινδύνους, αλλά, αντιθέτως, επικεντρώθηκε στο ζήτημα εάν η πτώχευση ενός πιστωτικού ιδρύματος μπορεί να προκαλέσει, σε μεμονωμένη βάση, σημαντικό έμμεσο κόστος για την κοινωνία.

Οι προσφεύγουσες υποστήριξαν πως όλα τα πιστωτικά ιδρύματα θα προκαλούσαν έμμεσο κόστος για την κοινωνία σε περίπτωση χρηματοπιστωτικής κρίσης και κατηγορήσαν τη Σουηδία ότι δεν είχε αποδείξει πως οι σχετικοί κίνδυνοι θα επέρχονταν μόνο σε περίπτωση υπέρβασης του κατώτατου ορίου για την υπαγωγή στον φόρο που προέβλεπε ο επίμαχος νόμος. Η Επιτροπή είχε επισημάνει ότι το κατώτατο όριο για την υπαγωγή στον φόρο δεν συνιστούσε στοιχείο που εισάγει προδήλως δυσμενή διάκριση, παρά αποτελούσε θεμιτή έκφραση της άσκησης κυριαρχίας από τη Σουηδία. Το ΓεΔΕΕ, επικαλούμενο προηγούμενη νομολογία, διαπίστωσε ότι η Σουηδία δεν μπορεί να εμποδιστεί να θεσπίσει φόρο συνοδευόμενο από κατώτατο όριο φορολόγησης ή μηχανισμό διαβάθμισης που να προβλέπει ακόμη και την απαλλαγή από ορισμένο όριο και κάτω, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά δεν αντιβαίνουν στον σκοπό του φόρου. Το ΓεΔΕΕ διαπίστωσε ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι το επίμαχο κατώτατο όριο αντιβαίνει στον σκοπό του φόρου, καθώς η εφαρμογή του κατώτατου αυτού ορίου διασφαλίζει ότι οι υποκείμενοι στον φόρο αντιπροσωπεύουν το 90% του συνόλου της συγκεντρωτικής λογιστικής κατάστασης όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων στη Σουηδία.

Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι υπήρξαν παρεκκλίσεις από το σύστημα αναφοράς, με δεδομένο ότι τα πιστωτικά ιδρύματα που βρίσκονταν κάτω από το κατώτατο όριο δεν φορολογούνταν καθόλου. Το ΓεΔΕΕ συμφώνησε με την Επιτροπή ότι ο φόρος δεν συνιστά παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς ως προς τη μεταχείριση άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, διότι οι τελευταίοι δεν έχουν διάρθρωση οφειλών η οποία να παρουσιάζει τον ίδιο βαθμό αστάθειας, αλλά υπόκεινται σε διαφορετικά και λιγότερο αυστηρά κανονιστικά καθεστώτα, πράγμα που υποδηλώνει ότι είναι λιγότερο πιθανό να προκαλέσουν συστημικό κίνδυνο και έμμεσο κόστος. Συνεπώς, τα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα δεν βρίσκονται σε πραγματική και νομική κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των μικρών πιστωτικών ιδρυμάτων υπό το πρίσμα του σκοπού του φόρου. Πρόσθεσε δε ότι μία απλή σχέση ανταγωνισμού δεν μπορεί αφ’ εαυτής να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω ιδρύματα βρίσκονται, υπό το πρίσμα του σκοπού του φόρου, σε πραγματική και νομική κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των πιστωτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται στον φόρο αυτόν.

Ενόψει των ανωτέρω, το ΓεΔΕΕ διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν αποδείξει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει αμφιβολίες ως προς τον χαρακτηρισμό του φόρου, οι οποίες θα έπρεπε να την έχουν οδηγήσει στην κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας και απέρριψε την προσφυγή.

https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=284822&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=3375305
Επιστροφή



ΔηΣΚΕ & αγορά Οδηγός ΜοΚΕ κρατικών ενισχύσεων
      Powered by Softways S.A. Με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ε.Ε.