10/04/2024 |
2024 Κλιμακωτά τέλη επεξεργασίας λυμάτων και κριτήριο ΦΟΑ – T-486/18 RENV
Danske Slagtermestre/Επιτροπή – Η εκ των προτέρων ανάλυση της αποδοτικότητας ενός εθνικού μέτρου σημαίνει ότι το μέτρο αυτό συμβάλλει «αυξητικά» στην αποδοτικότητα του φορέα υπέρ του οποίου θεσπίζεται. Για να είναι σύμφωνο με την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία, πρέπει να αυξάνει την αποδοτικότητα, έστω και μακροπρόθεσμα, και όχι να τη μειώνει
|
Το 2013, η Δανία τροποποίησε τη νομοθεσία της για την επεξεργασία λυμάτων. Με το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, όλοι οι καταναλωτές που συνδέονταν με την ίδια μονάδα επεξεργασίας λυμάτων, ανεξαρτήτως τομέα δραστηριότητας και κατανάλωσης ύδατος, πλήρωναν ένα ενιαίο ανταποδοτικό τέλος. Με τις νεότερες μεταρρυθμίσεις, καθιερώθηκε ένα κλιμακωτό σύστημα, με προοδευτικώς μειούμενα τέλη ανά κυβικό μέτρο, συναρτώμενο προς τον όγκο των παραγόμενων λυμάτων.
Η Danske Slagtermestre, μία επαγγελματική ένωση που εκπροσωπεί μικρά σφαγεία, χονδρεμπόρους, κρεοπωλεία και μεταποιητικές επιχειρήσεις, υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή, με την οποία υποστήριξε ότι ο επίμαχος νόμος χορηγούσε κρατική ενίσχυση στα μεγάλα σφαγεία με τη μορφή μείωσης των εισφορών τους για την επεξεργασία λυμάτων. Η Επιτροπή έκρινε ότι το νέο καθεστώς τελών δεν παρείχε κανένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις, στηριζόμενη ιδίως στο κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή (SA.37433/2018).
Η Danske Slagtermestre προσέφυγε ενώπιον του ΓεΔΕΕ (T‑486/18), το οποίο απέρριψε την προσφυγή της ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, Η προσφεύγουσα άσκησε αίτηση αναιρέσεως, η οποία έγινε δεκτή από το ΔΕΕ (C-99/21 P) και η υπόθεση αναπέμφθηκε στο ΓεΔΕΕ για νέα κρίση επί της ουσίας της διαφοράς.
Το ΓεΔΕΕ έκανε αρχικά δεκτό τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας περί παραβίασης της υποχρέωσης αμεροληψίας της Επιτροπής, με δεδομένο ότι το μέλος της που είχε υπογράψει την προσβαλλόμενη απόφαση, είχε στο παρελθόν συμμετάσχει στην κατάρτιση του εξεταζόμενου νόμου, ως μέλος της δανέζικης κυβέρνησης. Πρόσθεσε, όμως, ότι πρέπει να εξεταστεί επαλλήλως η αξιολόγηση της Επιτροπής ως προς τη μη χορήγηση οικονομικού πλεονεκτήματος.
Το ΓεΔΕΕ παρατήρησε αρχικά ότι η υπηρεσία επεξεργασίας των λυμάτων παρεχόταν από τους φορείς εκμετάλλευσης υποδομών έναντι αμοιβής, δηλαδή της εισφοράς για την επεξεργασία των λυμάτων. Με δεδομένο ότι το επίμαχο μέτρο είχε ως σκοπό και ως αποτέλεσμα τη μείωση της τιμολόγησης για τους σημαντικότερους καταναλωτές ύδατος, μπορούσε να εξομοιωθεί με ποσοτική έκπτωση που χορηγείται από τον φορέα εκμετάλλευσης υποδομής σε ορισμένους από τους πελάτες του και, επομένως, η επίμαχη συμπεριφορά του κράτους μπορεί να συγκριθεί με τη συμπεριφορά ιδιώτη επιχειρηματία. Ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως του γενικού χαρακτήρα της εισφοράς για την επεξεργασία των λυμάτων, η παρέμβαση των δανέζικων αρχών κατά τη λήψη του μέτρου αυτού ήταν οικονομικού χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, κάθε πλεονέκτημα που απέρρεε από αυτήν, έπρεπε να εκτιμηθεί βάσει της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία. Η ενδεχομένη ανυπαρξία αγοράς για την επεξεργασία των λυμάτων δεν αναιρούσε το παραπάνω συμπέρασμα, διότι, ελλείψει οποιασδήποτε δυνατότητας σύγκρισης της κατάστασης μιας δημόσιας επιχείρησης με την κατάσταση ιδιωτικής επιχείρησης, οι κανονικές συνθήκες της αγοράς, οι οποίες είναι κατ’ ανάγκην υποθετικές, πρέπει να εκτιμώνται σε σχέση με τα διαθέσιμα αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία.
Επί της εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, η Επιτροπή είχε στηριχθεί στη μέθοδο της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας. Το ΓεΔΕΕ επεσήμανε ότι, επιλέγοντας να εφαρμόσει τη μέθοδο αυτή, η Επιτροπή όφειλε κατ’ αρχήν να τηρήσει τις προϋποθέσεις που θέτει η παράγραφος 228 της Ανακοίνωσης 2016 για την έννοια της κρατικής ενίσχυσης. Έτσι, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η μέθοδος της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας απαιτεί τον προσδιορισμό του πρόσθετου (ή οριακού) κόστους και των πρόσθετων (ή οριακών) εσόδων, δηλαδή του κόστους και των εσόδων που προκύπτουν άμεσα από τη χρήση της υποδομής από έναν επιπλέον χρήστη, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν έτσι αυξάνεται η αποδοτικότητα. Συνεπώς, παρά τη χρήση του όρου «χρήστες» στον πληθυντικό αριθμό, η εν λόγω μέθοδος συνεπάγεται κατ’ αρχήν τη δυνατότητα προσδιορισμού του κόστους και των εσόδων που προκύπτουν από την χρήση της υποδομής από κάθε μεμονωμένο χρήστη. Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να εφαρμόσει επί του κλιμακωτού συστήματος τη μέθοδο της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει, για κάθε επιχείρηση συνδεδεμένη με μονάδα επεξεργασίας λυμάτων, εάν η επίμαχη εισφορά μπορούσε να καλύψει το κόστος χρήσης της υποδομής από την επιχείρηση. Στην προκειμένη περίπτωση, το ΓεΔΕΕ διαπίστωσε ότι η Επιτροπή είχε στηριχθεί αποκλειστικά σε δεδομένα μέσου όρου τα οποία αφορούσαν τις συνολικές δαπάνες και τα συνολικά έσοδα έξι εκ των ενενήντα οκτώ δήμων της Δανίας, κάτι που παραβίαζε την παράγραφο 228 της Ανακοίνωσης 2016 για την έννοια της κρατικής ενίσχυσης.
Το ΓεΔΕΕ παρατήρησε ότι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η Επιτροπή μπορούσε να εφαρμόσει τη μέθοδο αυτή χωρίς να εξετάσει κάθε χρήστη, αυτό προϋπέθετε τουλάχιστον να είναι σε θέση να εξακριβώσει ότι το κλιμακωτό σύστημα στηρίζεται σε προσέγγιση βάσει της οποίας είναι δυνατός ο καταλογισμός στους χρήστες, κατά τρόπο αρκούντως ευλογοφανή, των πρόσθετων δαπανών, δηλαδή του κόστους που προκύπτει άμεσα από την εκ μέρους τους χρήση μονάδας επεξεργασίας λυμάτων. Εν προκειμένω, η Επιτροπή είχε διαπιστώσει ότι το κλιμακωτό σύστημα βασιζόταν στην κατανομή του συνολικού κόστους, το οποίο βάρυνε τους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων επεξεργασίας λυμάτων και το οποίο κάλυπτε τις πάγιες δαπάνες που κατανέμονταν ισομερώς μεταξύ όλων των χρηστών και τις μεταβλητές δαπάνες που καταλογίζονταν στους διάφορους χρήστες ανάλογα με την κατανάλωσή τους. Εν συνεχεία, η Επιτροπή είχε κρίνει ότι από τα έσοδα που προέρχονταν από την εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων ήταν δυνατή η κάλυψη όλων των δαπανών που βάρυναν τους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων επεξεργασίας λυμάτων, στηριζόμενη στην εκτίμηση των δανέζικων αρχών ότι οι δαπάνες αυτές ήταν πάγιες κατά ποσοστό 70-80% και μεταβλητές κατά ποσοστό 20-30%. Το ΓεΔΕΕ σχολίασε ότι, από τις εκτιμήσεις αυτές προκύπτει ότι οι δανέζικες αρχές είχαν ακολουθήσει μια προσέγγιση η οποία εξαρτούσε το μεταβλητό μέρος της εισφοράς από τις μεταβλητές δαπάνες που βάρυναν τον φορέα εκμετάλλευσης μονάδας επεξεργασίας λυμάτων, σε σχέση με κάθε χρήστη. Ωστόσο, στην επικοινωνία τους με την Επιτροπή είχαν διευκρινίσει ότι, στο πλαίσιο της προσέγγισης που χρησίμευσε ως βάση για την κατάρτιση του κλιμακωτού συστήματος, στις μεταβλητές δαπάνες περιλαμβάνονταν μόνο λειτουργικές δαπάνες συνδεόμενες με την ποσότητα νερού που κατανάλωνε ο χρήστης. Επομένως, όλες οι δαπάνες που δεν συνδέονταν με την καταναλωθείσα ποσότητα νερού είχαν θεωρηθεί ως πάγιες δαπάνες και, ως εκ τούτου, είχαν κατανεμηθεί μεταξύ του συνόλου των διαφόρων χρηστών, έστω και εάν οι δαπάνες αυτές δημιουργούνταν απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας ενός συγκεκριμένου χρήστη στο δίκτυο. Στη βάση αυτή, το ΓεΔΕΕ αμφισβήτησε το κατά πόσον η Επιτροπή είχε ελέγξει εάν η επίμαχη εισφορά μπορούσε να καλύψει τις μεσοπρόθεσμες πρόσθετες δαπάνες στις οποίες, κατά την άποψή της, περιλαμβάνονταν «όλες οι κατηγορίες εξόδων ή επενδύσεων, όπως τα έξοδα προσωπικού, εξοπλισμού και επενδύσεων που προκύπτουν από την παρουσία του χρήστη». Ως εκ τούτου, έκρινε ότι η προσέγγιση στην οποία στηριζόταν το κλιμακωτό σύστημα δεν καθιστούσε δυνατό τον προσήκοντα καθορισμό των πρόσθετων δαπανών οι οποίες βάρυναν τους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων επεξεργασίας λυμάτων.
Επί της ύπαρξης περιθωρίου κέρδους, η Επιτροπή είχε διαπιστώσει ότι οι εκπτώσεις του κλιμακωτού συστήματος μπορούσαν να συνάδουν προς την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία υπό τη μόνη προϋπόθεση ότι η εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων θα κάλυπτε τις δαπάνες που βάρυναν τους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων επεξεργασίας λυμάτων. Το ΓεΔΕΕ επεσήμανε ότι η εν λόγω αξιολόγηση δεν ελάμβανε υπόψη οποιαδήποτε προοπτική αποδοτικότητας, έστω και μακροπρόθεσμα. Έτσι, η συμβατότητα του κλιμακωτού συστήματος με την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία είχε εκτιμηθεί χωρίς να εξεταστεί εάν ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε εγκαταλείψει το σύστημα ενιαίου τέλους υπέρ του κλιμακωτού συστήματος, μολονότι το τελευταίο φαινόταν λιγότερο αποδοτικό. Η εκ των προτέρων ανάλυση της αποδοτικότητας σημαίνει ότι το εξεταζόμενο εθνικό μέτρο συμβάλλει «αυξητικά» στην αποδοτικότητα του φορέα εκμετάλλευσης υποδομής και ότι, επομένως, για να είναι σύμφωνο με την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία, το εν λόγω μέτρο πρέπει να αυξάνει την αποδοτικότητα, έστω και μακροπρόθεσμα, και όχι να τη μειώνει. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, έχοντας, εν προκειμένω, παραλείψει να εξετάσει εάν η κλιμακωτή εισφορά για την επεξεργασία των λυμάτων παρείχε στους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων επεξεργασίας λυμάτων τη δυνατότητα να διατηρήσουν για τους εαυτούς τους ένα περιθώριο κέρδους, παραβίασε την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία.
Ενόψει των ανωτέρω, το ΓεΔΕΕ έκανε δεκτές τις προσφυγές και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής τόσο λόγω παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας, όσο και λόγω εσφαλμένης αξιολόγησης της ύπαρξης οικονομικού πλεονεκτήματος.
https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=284625&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=53892 |
|
|
|
|