07/03/2024 |
Υποχρέωση αγοράς πράσινων ενεργειακών πιστοποιητικών – C-558/22
Fallimento Esperia & GSE – Νομοθετικό μέτρο που υποχρεώνει τις αλλοδαπές επιχειρήσεις παραγωγής και εισαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας να αγοράζουν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια ή πράσινα πιστοποιητικά, κάτι που δεν ισχύει για τις αντίστοιχες ημεδαπές επιχειρήσεις, δεν αντίκειται κατ’ αρχήν στους κανόνες κρατικών ενισχύσεων, εφόσον δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του συστήματος αναφοράς
|
Η ιταλική εταιρεία Esperia SpA μεταπωλούσε στην ιταλική αγορά ηλεκτρική ενέργεια που εισήγαγε από το εξωτερικό. To 2016, η ιταλική ρυθμιστική αρχή ενέργειας (ARERA) επέβαλε χρηματικό πρόστιμο, ύψους 2.803.500 ευρώ, επειδή είχε παραβιάσει τη νομοθετική υποχρέωση να αγοράζει ορισμένα πράσινα πιστοποιητικά για ηλεκτρική ενέργεια που είχε εισαγάγει το 2010. Στο πλαίσιο δικαστικής αμφισβήτησης της κύρωσης και, ενώ η Esperia, εν τω μεταξύ, κηρύχθηκε σε πτώχευση, το ιταλικό Συμβούλιο της Επικρατείας εξέτασε τη συμβατότητα του επίμαχου ιταλικού νομοθετικού καθεστώτος με το ενωσιακό δίκαιο και απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, ερωτώντας εάν η ιταλική νομοθεσία που υποχρεώνει τις αλλοδαπές επιχειρήσεις να αγοράζουν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια ή πράσινα πιστοποιητικά, ενώ αυτό δεν ισχύει για τους ημεδαπούς παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση.
Το ΔΕΕ επεσήμανε εισαγωγικά ότι το επίμαχο μέτρο είναι, a priori, ικανό να παράσχει δύο οικονομικά πλεονεκτήματα στους Ιταλούς παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Αφενός, τη δυνατότητα να πωλούν ηλεκτρική ενέργεια χωρίς να χρειάζεται να αγοράζουν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια ή πράσινα πιστοποιητικά. Αφετέρου, να πωλούν σε παραγωγούς ή εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας που δεν παράγεται από ΑΠΕ, τα πράσινα πιστοποιητικά που οι ίδιοι έχουν λάβει δωρεάν κατ’ αναλογίαν της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας την οποία παρήγαγαν.
Ως προς την ύπαρξη κρατικών πόρων, το ΔΕΕ παρατήρησε ότι, εκ πρώτης όψεως, η δωρεάν διάθεση πράσινων πιστοποιητικών στους ημεδαπούς παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας δεν φαίνεται να ενέχει μεταφορά κρατικών πόρων. Η μόνη οικονομική αξία των εν λόγω πιστοποιητικών φαίνεται να είναι η κάλυψη της σχετικής νόμιμης υποχρέωσης των παραγωγών και εισαγωγέων να τα αποκτούν. Τα ποσά που εισπράττουν οι παραγωγοί πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, όταν πωλούν τα πιστοποιητικά σε παραγωγούς και εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας δεν τελούν υπό τον έλεγχο του κράτους, αλλά πρόκειται μάλλον για αναδιανομή οικονομικών πόρων μεταξύ ιδιωτικών φορέων. Συνακόλουθα, το πλεονέκτημα των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας μάλλον χρηματοδοτείται αποκλειστικώς από πόρους των ιδιωτών που υποχρεούνται να τα αγοράζουν, χωρίς να υφίσταται έλεγχος του δημοσίου επί της συγκεκριμένης συναλλαγής για τα πράσινα πιστοποιητικά.
Η επίμαχη νομοθεσία εγγυάται υπέρ των Ιταλών παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας ότι τα πράσινα πιστοποιητικά θα έχουν μια ελάχιστη αξία, επιβάλλοντας στη διαχειρίστρια του εθνικού δικτύου μεταφοράς (GSE), φορέα ελεγχόμενο από το ιταλικό Υπουργείο Οικονομικών, την υποχρέωση, όταν η ζήτηση από τις αλλοδαπές επιχειρήσεις δεν επαρκεί για να καλύψει την προσφορά τους στην αγορά, να τα αγοράζει εκείνη. Αυτή η ενδεχόμενη παρέμβαση της GSE προλαμβάνει έτσι την υπονόμευση της στήριξης των ημεδαπών παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας λόγω πλεονασματικής προσφοράς πράσινων πιστοποιητικών. Οι πόροι τους οποίους διαθέτει η GSE για την αγορά των πλεοναζόντων πράσινων πιστοποιητικών προέρχονται από έσοδα που πραγματοποιούνται από μία χρέωση στα τιμολόγια των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή από χρηματική επιβάρυνση που επιβάλλεται από την ιταλική νομοθεσία στους Ιταλούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας και καταβάλλεται στους λογαριασμούς της GSE, προκειμένου ο φορέας αυτός να διαθέτει τους πόρους για την αγορά των επίμαχων πιστοποιητικών. Στη βάση αυτή, το ΔΕΕ συμπέρανε ότι, μάλλον υφίσταται άμεσος σύνδεσμος ανάμεσα στη μείωση των κρατικών πόρων λόγω της αγοράς των πλεοναζόντων πράσινων πιστοποιητικών από την GSE και στο πλεονέκτημα το οποίο συνίσταται στη δωρεάν χορήγηση των πράσινων πιστοποιητικών στους ημεδαπούς παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου αυτοί να μπορέσουν να τα μεταπωλήσουν στην αγορά. Υπό τα δεδομένα αυτά, το ΔΕΕ έκρινε ότι η αγορά των πλεοναζόντων πράσινων πιστοποιητικών φαίνεται να πραγματοποιείται από φορέα ο οποίος μπορεί να εξομοιωθεί με το δημόσιο, βάσει της αποστολής που του έχει ανατεθεί από την ιταλική νομοθεσία, μέσω εσόδων προερχόμενων από μια τιμολογιακή χρέωση την οποία καταβάλλουν οι καταναλωτές για τον συγκεκριμένο σκοπό, και άρα συνεπάγεται μεταφορά κρατικών πόρων.
Ως προς την επιλεκτικότητα, το ΔΕΕ παρατήρησε ότι οι επίμαχοι κανόνες εμπίπτουν σε τομέα ο οποίος δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο εναρμόνισης σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου και επιδιώκουν τον θεμιτό, υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου, σκοπό της στήριξης της παραγωγής και της χρήσης ΑΠΕ. Παρατήρησε, όμως, ότι εναπόκειται στο ιταλικό δικαστήριο να εξετάσει εάν οι κανόνες αυτοί είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως συνεκτικό και αυτοτελές σύνολο κανόνων δικαίου, ώστε να μπορούν να συγκροτήσουν το πλαίσιο αναφοράς και, στο πλαίσιο αυτό, να εξετασθεί εάν οι ίδιοι αυτοί κανόνες μπορούν να ενταχθούν στο σύνολο των κανόνων που διέπουν την παραγωγή, διανομή και εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας προς τον σκοπό της δημιουργίας και της διασφάλισης της ορθής λειτουργίας μιας ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Σε περίπτωση που το ιταλικό δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο πλαίσιο αναφοράς είναι το γενικό σύστημα που ρυθμίζει την παραγωγή, εμπορία και κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ιταλία, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το επίμαχο μέτρο παρέχει a priori επιλεκτικό πλεονέκτημα στους ημεδαπούς παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Υπό το πρίσμα του σκοπού τον οποίο επιδιώκει το προαναφερθέν ρυθμιστικό πλαίσιο, ήτοι της δημιουργίας και της διασφάλισης της λειτουργίας μιας ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, οι ημεδαποί παραγωγοί πράσινης ενέργειας βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση με τους εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας που δεν αποδεικνύουν ότι η ηλεκτρική ενέργεια την οποία εισάγουν είναι πράσινη, εφόσον όλοι αυτοί οι επιχειρηματίες διαθέτουν ηλεκτρική ενέργεια προς πώληση στην ιταλική αγορά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμβάλλουν στην επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στο να υπάρχει στην Ιταλία μια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας η οποία να διέπεται από τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Εν προκειμένω, εάν διαπιστωθεί ότι, ελλείψει του επίμαχου καθεστώτος, δεν θα μπορούσε να υπάρξει προσφορά πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας στην ιταλική αγορά, η διαφοροποίηση μεταξύ των ημεδαπών παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας και των υποχρεών αλλοδαπών μπορεί να δικαιολογηθεί από τη φύση και την οικονομία του γενικού συστήματος που διέπει την παραγωγή, την εμπορία και την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ιταλία. Τούτο διότι η ορθή λειτουργία μιας ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, την οποία επιδιώκει το εν λόγω γενικό σύστημα, μπορεί να απαιτεί να υφίσταται στην αγορά αυτή ανταγωνιστική προσφορά πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Η ορθή λειτουργία της αγοράς μπορεί, στην πράξη, να ορίζεται από τον Ιταλό νομοθέτη λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης κατοχύρωσης της προστασίας του περιβάλλοντος. Επομένως, εάν αποδειχθεί ότι το υψηλότερο κόστος παραγωγής της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας σε σχέση με την ηλεκτρική ενέργεια που προέρχεται από μη ανανεώσιμες πηγές, εμποδίζει την ανταγωνιστική προσφορά του συγκεκριμένου εμπορεύματος στην αγορά, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας και των παραγωγών και εισαγωγέων ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενης από μη ανανεώσιμες πηγές την οποία συνεπάγεται το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης καθεστώς, θα μπορούσε να δικαιολογείται από την ανάγκη κάλυψης αυτής της ανεπάρκειας της αγοράς. Η ως άνω δικαιολόγηση είναι πάντως δυνατή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η στήριξη την οποία παρέχει το επίμαχο καθεστώς περιορίζεται αυστηρά σε ό,τι είναι αναγκαίο για την κάλυψη της ανεπάρκειας της αγοράς και ότι χορηγείται κατά τρόπο απολύτως συνεπή υπό το πρίσμα του επίμαχου στην κύρια δίκη γενικού συστήματος.
Ενόψει των ανωτέρω, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι, εάν το ιταλικό δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το πλεονέκτημα που παρέχεται στους παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας από το επίμαχο μέτρο δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του συστήματος αναφοράς, το εν λόγω μέτρο δεν αντίκειται στους κανόνες κρατικών ενισχύσεων.
https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=283527&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=789824 |
|
|
|
|