13/07/2023 |
Σημαντική τροποποίηση’ συγχρηματοδοτούμενης επένδυσης – C-313/22
Achilleion – Η μεταβίβαση μίας τουριστικής εγκατάστασης, για την οποίαν έχει χορηγηθεί επενδυτική ενίσχυση, συγχρηματοδοτούμενη από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ, μπορεί να συνιστά «σημαντική τροποποίηση» της πράξης υπαγωγής, ζήτημα που διαπιστώνεται από τα εθνικά δικαστήρια, κατόπιν συνολικής αξιολόγησης των πραγματικών και νομικών στοιχειών της υπόθεσης. Η απόλυτη και άνευ εξαιρέσεων εθνική ρύθμιση που επιβάλλει στον δικαιούχο της ενίσχυσης να μην μεταβιβάζει την τουριστική εγκατάσταση για την οποίαν έλαβε ενίσχυση αντίκειται στο ενωσιακό δίκαιο. Η επιστροφή ενίσχυσης που χορηγήθηκε στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενης πράξης δεν παραβιάζει το δικαίωμα ιδιοκτησίας του δικαιούχου
|
To 2004, η εταιρεία ‘Γούσιος Β. – Νταγκούμας Γ. ΑΞΕ’, η οποία έχει μετονομασθεί σε ‘Αχίλλειον’, υπέβαλε, στο πλαίσιο επένδυσής της για τον εκσυγχρονισμό ξενοδοχειακής της μονάδας, αίτηση υπαγωγής σε καθεστώς χρηματοδοτικής στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, η οποία εγκρίθηκε το 2005. Το 2009, κατόπιν ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι η οικεία ξενοδοχειακή μονάδα είχε μεταβιβαστεί σε εταιρεία συμφερόντων ενός εκ των δύο μετόχων της. Η μεταβίβαση αυτή αντέβαινε στον όρο του καθεστώτος να μην μεταβιβαστούν πάγια περιουσιακά στοιχεία της δικαιούχου εντός πενταετίας από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης περί ολοκλήρωσης της επένδυσης. Για τον λόγο αυτόν, το 2010, ο ο Υφυπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας επέβαλε δημοσιονομική διόρθωση και υποχρέωση επιστροφής του μεγαλύτερου μέρους της ενίσχυσης.
Η δικαιούχος άσκησε έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία απερρίφθη, λόγω της ως άνω παραβίασης των υποχρεώσεών της. Η δικαιούχος άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο, κατά την εκδίκασή της, απέστειλε συνολικά τρία προδικαστικά ερωτήματα προς το ΔΕΕ, ερωτώντας εάν: α) η πώληση της ενισχυθείσας επιχείρησης αποτελεί «ουσιώδη τροποποίηση» των όρων του καθεστώτος, β) εάν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν αποτελεί παρατυπία η πώληση που συντελείται στο πλαίσιο εσωτερικής εταιρικής συμφωνίας των μετόχων της εταιρείας, για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς της, εφόσον δεν μεταβάλλονται οι όροι υλοποίησης της επένδυσης και η μεταβίβαση χωρεί υπό νομικό καθεστώς, στο πλαίσιο του οποίου μεταβιβάζων και αποκτών ευθύνονται εις ολόκληρον για τα χρέη και τις υφιστάμενες κατά τον χρόνο της μεταβίβασης ενοχές, και γ) εάν οι οικείες εθνικές διατάξεις είναι σύμφωνες με το δικαίωμα της δικαιούχου για την προστασία της περιουσίας του.
Το ΔΕΕ αξιολόγησε, βάσει του άρθρου 30 (4) του Κανονισμού 1260/1999 ότι, παρά τη μεταβίβαση της ξενοδοχειακής μονάδας σε έναν από τους μετόχους της δικαιούχου, η κρίσιμη ξενοδοχειακή μονάδα δεν μετέβαλε τη δραστηριότητά της. Στη βάση αυτή, έκρινε ότι μόνο το γεγονός της ιδιοκτησιακής μεταβολής δεν μεταβάλλει άνευ ετέρου τη «φύση» του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Το ΔΕΕ επεσήμανε ότι είναι καθήκον του εθνικού δικαστηρίου να κρίνει εάν έχει επέλθει μεταβολή της ‘φύσης’ του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Σημείωσε, όμως, ότι, κατά την κρίση του αυτή, οφείλει να αξιολογήσει ότι η μεταβολή της φύσης θα μπορούσε να μην έχει επέλθει στην περίπτωση συμφωνίας μεταβίβασης συναφθείσας στο εσωτερικό μιας εταιρίας, στο πλαίσιο της οποίας ο μεταβιβάζων και ο αποκτών ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για τα χρέη και τις υποχρεώσεις που υφίστανται κατά τον χρόνο της μεταβίβασης.
Αναλύοντας, εν συνεχεία, το σημείο α’ της παρ. 4 του Κανονισμού 1260/1999, το ΔΕΕ ανέφερε ότι η ‘φύση’ και οι ‘όροι’ πραγματοποίησης της επένδυσης, πρέπει να κριθούν υπό το πρίσμα του σκοπού του μέτρου, δηλαδή, εν προκειμένω, της στήριξης των ΜΜΕ της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας στον τομέα του τουρισμού. Μόνο το γεγονός ότι η δικαιούχος ξενοδοχειακή μονάδα είχε μεταβιβαστεί δεν συνεπάγεται ότι ο στόχος αυτός δεν επετεύχθη και ως εκ τούτου ότι επήλθε μεταβολή της φύσης ή των όρων υλοποίησης της επένδυσης. Αντιθέτως, καθήκον του εθνικού δικαστηρίου είναι να εξακριβώσει εάν η κρίσιμη μεταβίβαση επέφερε μεταβολή της «φύσης ή των όρων υλοποίησης» της επένδυσης, υπό το πρίσμα του σκοπού της.
Ως προς την άλλη προϋπόθεση του σημείου α’ της παρ. 4 του Κανονισμού 1260/1999 που αφορά στη μη χορήγηση «αδικαιολόγητου πλεονεκτήματος», το ΔΕΕ επεσήμανε ότι, για να διαπιστωθεί σε τι συνίσταται το πλεονέκτημα, πρέπει το εθνικό δικαστήριο να αξιολογήσει τα αποτελέσματα της μεταβίβασης, την επιρροή που ασκεί επί της επίμαχης επιδότησης, την ύπαρξη και τη φύση της αντιπαροχής, καθώς και όλα τα κρίσιμα στοιχεία βάσει των οποίων είναι δυνατόν να εκτιμηθεί εάν η μεταβίβαση αυτή προσπόρισε όφελος στον μεταβιβάζοντα και/ή στον αποκτώντα. Στο πλαίσιο της αξιολόγησης αυτής, λαμβάνεται υπ’ όψιν και το γεγονός ότι τα συμβαλλόμενα μέρη ευθύνονται αλληλεγγύως για τα χρέη και τις υποχρεώσεις που υφίστανται κατά τον χρόνο της εν λόγω μεταβίβασης.
Στη βάση αυτή, το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν μπορεί να λογιστεί ως «σημαντική τροποποίηση» η περίπτωση κατά την οποία ο αποκτών εξακολουθεί να υπέχει υποχρέωση να συνεχίσει την εκμετάλλευση της υποδομής σύμφωνα, αφενός με τους λεπτομερείς κανόνες και τις προϋποθέσεις που συναρτώνται με την επίμαχη επιδότηση και, αφετέρου με τον επιδιωκόμενο κατά τον χρόνο χορήγησής της σκοπό. Τούτο υπό το πρίσμα αντικειμενικής διαπίστωσης ότι η μεταβολή της φύσης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της οικείας υποδομής δεν πραγματοποιήθηκε με σκοπό την καταστρατήγηση των κανόνων περί συμμετοχής των διαρθρωτικών ταμείων, ζήτημα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει. Στο πλαίσιο της εξέτασης που θα κάνει το εθνικό δικαστήριο, οφείλει να εξακριβώσει εάν η αποκτώσα εταιρία μπορεί να χαρακτηριστεί ως ΜΜΕ. Σε αρνητική περίπτωση, μπορεί να διαπιστώσει σημαντική τροποποίηση, η οποία επηρεάζει τη φύση ή τους όρους υλοποίησης της εν λόγω πράξης.
Εν όψει των ανωτέρω, το ΔΕΕ έκρινε ότι η μεταβίβαση μονάδας η οποία είχε λάβει μια επενδυτική ενίσχυση, συγχρηματοδοτούμενη από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ, μπορεί να συνιστά «σημαντική τροποποίηση» της πράξης χρηματοδότησης, ζήτημα το οποίο καλείται να διερευνήσει το εθνικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία για την πλήρωση του άρθρου 30 (4) του Κανονισμού 1260/1999.
Εν συνεχεία, το ΔΕΕ εξέτασε τη συμβατότητα του κρίσιμου άρθρου 18 (5) της ΚΥΑ 192249/ΕΥΣ 4057 με το άρθρο 30 (4) του Κανονισμού 1260/1999. Έκρινε ότι, στο μέτρο που δεν παρέχει στον δικαιούχο επιδότησης τη δυνατότητα να αποδείξει, σε περίπτωση μεταβίβασης μονάδας την οποία αφορά μια συγχρηματοδοτούμενη επενδυτική πράξη, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εν λόγω άρθρου και ότι η τροποποίηση της επίμαχης πράξης δεν έχει επαρκές εύρος ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ως «σημαντική», η ελληνική ρύθμιση αντίκειται στο ενωσιακό δίκαιο. Συνεπώς, η απόλυτη και άνευ εξαιρέσεων εθνική ρύθμιση, η οποία επιβάλλει στον δικαιούχο της ενίσχυσης να μην μεταβιβάζει την επένδυση για την οποία δόθηκε η ενίσχυση, επ’ απειλή δημοσιονομικής διόρθωσης συνεπαγόμενης την ολική ή μερική επιστροφή της επιδότησης αυτής αντίκειται στο ενωσιακό δίκαιο.
Επί του σεβασμού του δικαιώματος ιδιοκτησίας, το ΔΕΕ έκρινε ότι, όταν τα κράτη μέλη διαπιστώνουν ότι μια συγχρηματοδοτούμενη πράξη έχει υποστεί «σημαντική τροποποίηση», υποχρεούνται να επιβάλλουν δημοσιονομική διόρθωση που περιλαμβάνει και την ολική ή μερική ανάκτηση της ενίσχυσης. Η υποχρέωση του δικαιούχου να επιστρέψει τη χρηματοδότηση δεν συνεπάγεται προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας του, διότι η ανάκτηση προκύπτει από τη μη τήρηση της απαίτησης περί διάρκειας της εν λόγω πράξης, η οποία συνιστά προϋπόθεση επιλεξιμότητας της ίδιας της πράξης.
https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=1ECC9AF6B3336528928D2964E226E6A2?text=&docid=275395&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=3838829 |
|
|
|
|