Αγγλικά

29/09/2021 Εφαρμογή κριτηρίου ιδιώτη επενδυτή – ΓεΔΕΕ T-448/18

Κατά την εκ των προτέρων ανάλυση της αποδοτικότητας μιας εμπορικής συμφωνίας που συνάπτεται μεταξύ ενός αερολιμένα και μας αεροπορικής εταιρίας, προκειμένου να κριθεί εάν πληρούται το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, δεν λαμβάνεται υπόψη ως πρόσθετο έσοδο τυχόν δημόσια χρηματοδότηση που λαμβάνει ο αερολιμένας, για να καλύψει τις ζημίες του που προκαλούνται από την επίμαχη συμφωνία
Το αεροδρόμιο Klagenfurt (KLU) βρίσκεται στα περίχωρα της πόλης Klagenfurt, η οποία είναι η πρωτεύουσα της αυστριακής επαρχίας της Καρινθίας. Το KLU ανήκει από το 1939 στην εταιρία Kärntner Flughafen Betriebsgesellschaft mbH (KFBG). Μέτοχοι της KFBG είναι, από το 2003, η επαρχία της Καρινθίας (80%) και ο δήμος του Klagenfurt (20%). Η KFBG έχει μια εξ ολοκλήρου θυγατρική εταιρία, την Destinations Management GmbH (DMG), η οποία ενήργησε ως σύμβουλος για την προσέλκυση αεροπορικών εταιριών στον αερολιμένα KLU και συνήψε διάφορες συμφωνίες, βάσει των οποίων οι αεροπορικές εταιρίες λάμβαναν σημαντικά χρηματικά ποσά σε αντάλλαγμα για την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ.

Συγκεκριμένα, το 2002 και το 2006, η αεροπορική εταιρία Ryanair DAC (Ryanair), η θυγατρική της, Ryanair Airport Marketing Services Ltd (AMS), η οποία παρέχει υπηρεσίες μάρκετινγκ, και δραστηριοποιείται ιδίως στην πώληση διαφημιστικού χώρου στην ιστοσελίδα της Ryanair, και, τέλος, η θυγατρική της, Ryanair FR Financing (Malta) Ltd, πρώην Leading Verge.com Limited (LV), η οποία αναπτύσσει διαδικτυακές τουριστικές ιδέες, σύναψαν διάφορες συμφωνίες με τους φορείς εκμετάλλευσης του αεροδρομίου KLU, δηλαδή την ΚFBG και την DMG. Στις συμφωνίες αυτές προβλεπόταν η καταβολή σταθερής ετήσιας πληρωμής στην LV και ετήσιας αμοιβής στην AMS για την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ.

To 2005, η KFBG άρχισε να εφαρμόζει καθεστώς παροχής κινήτρων υπό μορφή ποσοστιαίας έκπτωσης επί ορισμένων τελών αερολιμένα για τις αεροπορικές εταιρίες που εκτελούσαν δρομολόγια από και προς τον αερολιμένα του Klagenfurt, με στόχο την προώθηση της δημιουργίας νέων προορισμών πτήσεων, την εντατικοποίηση της εξυπηρέτησης των υφιστάμενων ανταποκρίσεων καθώς και την αύξηση της συχνότητας και την ενίσχυση της αξιοπιστίας των ανταποκρίσεων πτήσεων. Βάσει αυτού, η Ryanair επωφελήθηκε από την καταβολή σταθερού ποσού 7,62 ευρώ ανά αναχωρούντα επιβάτη, το οποίο αφαιρούνταν από τα αερολιμενικά τέλη που όφειλε η τελευταία.

Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ο αερολιμένας του KLU χρηματοδοτήθηκε μέσω επιδοτήσεων από τους μετόχους της KFBG, την επαρχία της Καρινθίας και τον δήμο του Klagenfurt, προκειμένου να καλύψει τις ετήσιες λειτουργικές ζημίες των KFBG και DMG, οι οποίες προέκυπταν από τις δαπάνες που σχετίζονταν με τις προαναφερόμενες συμφωνίες εμπορικής προώθησης.

Το 2007, ανταγωνίστρια της Ryanair εταιρία υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή, στην οποία ισχυρίστηκε ότι η Ryanair έλαβε παράνομη κρατική ενίσχυση από το αυστριακό κράτος. Η Επιτροπή, αφού ζήτησε πληροφορίες από τις αυστριακές αρχές και την Ryanair, κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας. Το 2016, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση, με την οποία έκρινε ότι το καθεστώς κινήτρων και οι συμφωνίες χρηματοδότησης υπηρεσιών μάρκετινγκ των ετών 2002 και 2006 συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις, επειδή, μεταξύ άλλων, δεν πληρούνταν το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, καθώς και ότι ήταν παράνομες και μη συμβατές και διέταξε την ανάκτησή τους (SA.24221). Κατά τον έλεγχο του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, η Επιτροπή εφάρμοσε τη μέθοδο της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας (“ex ante profitability analysis”) των επίμαχων συμφωνιών, σύμφωνα με το σημείο 63 των Κατευθυντηρίων Γραμμών για τις αερομεταφορές 2014. Αναφορικά με την κρατική χρηματοδότηση που έλαβε ο αερολιμένας KLU, η Επιτροπή έκρινε ότι πρόκειται για παράνομη κρατική ενίσχυση λειτουργίας που είναι, όμως, συμβατή σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Γραμμές για τις αερομεταφορές 2014 (σημείο 5.1.2).

Στη συνέχεια, οι προαναφερόμενες εταιρίες Ryanair, AMS και Ryanair FR Financing (Malta) Ltd, (πρώην LV) άσκησαν προσφυγή ακύρωσης ενώπιον του ΓεΔΕΕ κατά της απόφασης της Επιτροπής, επικαλούμενες παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 παρ. 1 και 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (ΧΘΔΕΕ), στο μέτρο που η Επιτροπή δεν τους επέτρεψε την πρόσβαση στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, δεν τις ενημέρωσε για τα πραγματικά περιστατικά και για τις εκτιμήσεις της, με αποτέλεσμα να παραβιάσει τα δικαιώματα άμυνάς τους. Επιπλέον, ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα τη μέθοδο της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας των επίμαχων συμφωνιών, καθώς δεν συμπεριέλαβε ως πρόσθετα έσοδα τις επιδοτήσεις που έλαβε η KFBG από τις τοπικές αρχές, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι δεν πληρούνταν το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή και ότι οι προσφεύγουσες επωφελήθηκαν οικονομικά από τις επίμαχες συμφωνίες.

Το ΓεΔΕΕ επισήμανε ότι οι προσφεύγουσες, ως ενδιαφερόμενα μέρη κατά την έννοια του άρθρου 108 παρ. 2 ΣΛΕΕ, έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν εάν η έρευνα της Επιτροπής διεξάγεται αμερόληπτα και δίκαια σύμφωνα με το άρθρο 41 παρ. 1 του ΧΘΔΕΕ, δεδομένου ότι η απόφαση της Επιτροπής περί ύπαρξης κρατικών ενισχύσεων ενδέχεται να έχει γι’ αυτές οικονομικές συνέπειες. Ωστόσο, δεν έχουν το δικαίωμα πρόσβασης στον διοικητικό φάκελο, ούτε, επίσης, ισχύει για αυτές το δικαίωμα ακρόασης βάσει του άρθρου 41 παρ. 2 του ΧΘΔΕΕ, διότι λόγω της ιδιότητάς τους ως δικαιούχοι της ενίσχυσης δεν μπορούν να επικαλεστούν δικαιώματα άμυνας, τα οποία μπορεί να επικαλεστεί μόνον το οικείο κράτος μέλος που χορήγησε την ενίσχυση και κατά του οποίου κινείται η διαδικασία του άρθρου 108 ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, οι δικαιούχοι της ενίσχυσης θεωρούνται απλώς «ενδιαφερόμενοι» στο πλαίσιο της διαδικασίας, έχοντας τον ρόλο των πηγών πληροφόρησης για την Επιτροπή σχετικά με τις εξεταζόμενες κρατικές ενισχύσεις. Το ΓεΔΕΕ σημείωσε, σχετικά, ότι η εκ των προτέρων κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων, στα οποία προτίθεται να βασίσει η Επιτροπή την τελική της απόφαση, παρέχοντας, έτσι, το δικαίωμα ακρόασης, θα είχε ως αποτέλεσμα τα ενδιαφερόμενα μέρη να λαμβάνουν μέρος σε διαδικασία αντιπαράθεσης επιχειρημάτων με την Επιτροπή, όπως αυτή που λαμβάνει χώρα με το κράτος μέλος που χορήγησε την ενίσχυση. Συνεπώς, το ΓεΔΕΕ διαπίστωσε ότι, εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και είχαν επαρκή γνώση του σκεπτικού της Επιτροπής σχετικά με την προσωρινή κρίση της ότι τα επίμαχα μέτρα συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις, οπότε το ΓεΔΕΕ κατέληξε ότι δεν παραβιάστηκαν τα διαδικαστικά τους δικαιώματα.

Όσον αφορά τη χορήγηση οικονομικού πλεονεκτήματος, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η Επιτροπή ορθά δεν έλαβε υπόψη της, κατά την εφαρμογή της μεθόδου της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας, ως πρόσθετο έσοδο τη λειτουργική ενίσχυση προς τον KLU, καθώς αυτή ήταν ανεξάρτητη από τις συμφωνίες μάρκετινγκ που είχαν συνάψει οι προσφεύγουσες με την KFBG και την DMG. Ειδικότερα, το ΓεΔΕΕ έκρινε πως το γεγονός ότι οι επιδοτήσεις που χορήγησαν οι μέτοχοι της KFBG (η επαρχία της Καρινθίας και ο δήμος του Klagenfurt) στον KLU συνδέονται εννοιολογικά με τις επίμαχες συμβάσεις μάρκετινγκ, δεν σημαίνει ότι οι επιδοτήσεις αυτές έπρεπε να ληφθούν υπόψη ως πρόσθετα έσοδα κατά την εφαρμογή της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας των επίμαχων συμφωνιών, στο μέτρο που διαφέρουν σαφώς από οικονομική άποψη για τους σκοπούς της εν λόγω ανάλυσης. Κατά το ΓεΔΕΕ, η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε μια οικονομία της αγοράς έχει ως στόχο να δώσει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να απαντήσει στο ερώτημα εάν οι δικαιούχοι θα μπορούσαν να αποκομίσουν το ίδιο πλεονέκτημα με αυτό που τους παρέχεται μέσω του επίμαχου μέτρου, εν προκειμένω των επίμαχων συμφωνιών, σε συνθήκες που αντιστοιχούν στους όρους της αγοράς. Ως εκ τούτου, κατά την εφαρμογή της εκ των προτέρων ανάλυσης της αποδοτικότητας, η Επιτροπή μπορούσε να λαμβάνει υπόψιν της μόνον τα πρόσθετα έσοδα και το κόστος που προέκυπταν από κάθε συμφωνία και τη δραστηριότητα της οικείας αεροπορικής εταιρίας που δραστηριοποιείται στον KLU. Εάν δεν ίσχυε αυτό, μια δημόσια αρχή θα μπορούσε, προκειμένου η εκ των προτέρων ανάλυση της αποδοτικότητας μιας εμπορικής συμφωνίας μεταξύ του διαχειριστή ενός αερολιμένα και μιας αεροπορικής εταιρίας να είναι θετική, να χορηγεί επιδοτήσεις στον αερολιμένα αυτόν για τις λειτουργικές ζημίες που θα του προκαλούσε η συμφωνία. Έτσι, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι, εάν και στην υπό κρίση περίπτωση οι ενισχύσεις λειτουργίας που χορηγήθηκαν στον KLU λαμβάνονταν υπόψη ως πρόσθετα έσοδα, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την τεχνητή μείωση του πρόσθετου κόστους κάθε επίμαχης συμφωνίας και, άρα, τη μη ορθή εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

Βάσει των ανωτέρω, το ΓεΔΕΕ απέρριψε την προσφυγή ακύρωσης και επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής, καταδικάζοντας τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=5E127930DA1A12548F160AE2316463D8?text=&docid=246726&pageIndex=0&doclang=EN&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=33278497


Το ίδιο νομικό ζήτημα απασχόλησε το ΓεΔΕΕ και στην υπόθεση Τ-447/18, Tulfy/Επιτροπή, 29.09.2021.
Επιστροφή



ΔηΣΚΕ & αγορά Οδηγός ΜοΚΕ κρατικών ενισχύσεων
      Powered by Softways S.A. Με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ε.Ε.