Αγγλικά

09/06/2021 Πλήρωση του κριτηρίου της ύπαρξης κρατικών πόρων – ΓεΔΕΕ Τ-47/19

Η ύπαρξη δυσχερειών ως προς το πεδίο εφαρμογής και την ερμηνεία εθνικής ρύθμισης επιβολής προστίμου από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, συνεπάγεται ότι η μη επιβολή προστίμου δεν στερεί το κράτος από νόμιμα έσοδα και, επομένως, δεν υπάρχει το στοιχείο της χρηματοδότησης με κρατικούς πόρους κατ’ άρθρο 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, θα πρέπει να αποδεικνύεται, επιπλέον, ότι οι δυσχέρειες αυτές είναι προσωρινές και εντάσσονται σε μία διαδικασία βαθμιαίας αποσαφήνισης των σχετικών κανόνων από τις αρμόδιες εθνικές αρχές
Σύμφωνα με τον γερμανικό νόμο "VerpackV", οι διανομείς που πωλούν ποτά σε συσκευασίες μίας χρήσεως υποχρεούνται να χρεώνουν στους πελάτες τους ποσό εγγυήσεως τουλάχιστον 0,25 ευρώ ανά συσκευασία, η οποία επιστρέφεται στον αγοραστή όταν επιστρέφεται και η συσκευασία. Στο ποσό αυτό πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και ο ΦΠΑ, ενώ, σε περίπτωση μη είσπραξης του ποσού της εγγύησης, προβλέπεται η επιβολή προστίμου στους λιανοπωλητές.

Η Dansk Erhverv, επαγγελματική ένωση για τα συμφέροντα δανικών επιχειρήσεων, κατήγγειλε στην Επιτροπή ότι η Γερμανία είχε χορηγήσει κρατική ενίσχυση σε μια ομάδα γερμανών λιανοπωλητών που βρίσκονται κοντά στα σύνορα με τη Δανία. Το μέτρο της ενίσχυσης αφορούσε τους καταναλωτές που διαμένουν στη Δανία και συνίστατο σε απαλλαγή από την υποχρέωση είσπραξης της προαναφερόμενης εγγύησης.

Η Επιτροπή εντόπισε τρία επιμέρους μέτρα που ενδεχομένως συνιστούν πλεονέκτημα χρηματοδοτούμενο με κρατικούς πόρους και τα εξέτασε διαδοχικά κατά την προκαταρκτική διαδικασία έρευνας, χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας: α) τη μη είσπραξη της εγγύησης, β) τη μη είσπραξη του ΦΠΑ επί του ποσού της εγγύησης και γ) τη μη επιβολή προστίμου στις επιχειρήσεις που δεν εισπράττουν την εγγύηση (SA.44865/2018).

Όσον αφορά τη μη είσπραξη της εγγύησης, η Επιτροπή επισήμανε ότι το μέτρο αυτό δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση, δεδομένου ότι το σύστημα επιστροφής εγγυήσεως δεν χρηματοδοτείται με κρατικούς πόρους, αφού την εγγύηση όφειλαν να πληρώσουν οι αγοραστές-καταναλωτές.

Όσον αφορά τη μη είσπραξη του αναλογούντος στο ποσό της εγγυήσεως ΦΠΑ, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, όταν το ποσό της εγγύησης δεν χρεώνεται από τα μεθοριακά εμπορικά καταστήματα στους πελάτες τους, η μη είσπραξη του αναλογούντος στο ποσό αυτό ΦΠΑ, αρχικά, από αυτά τα καταστήματα και, στη συνέχεια, από το κράτος είναι η φυσιολογική συνέπεια της εφαρμογής των γενικών κανόνων περί ΦΠΑ. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή θεώρησε ότι, δεδομένου πως ο ΦΠΑ πρέπει να επιβάλλεται επί της αξίας κάθε συναλλαγής (παροχή υπηρεσίας ή αγαθού), δεν συνέτρεχε λόγος εισπράξεώς του, στο μέτρο που η συναλλαγή αυτή δεν λάμβανε χώρα. Η Επιτροπή έκρινε, έτσι, ότι η μη είσπραξη του ΦΠΑ δεν αποσκοπούσε, λόγω του σκοπού και της οικονομίας του, στη χορήγηση πλεονεκτήματος το οποίο θα συνιστούσε πρόσθετη επιβάρυνση για το Δημόσιο και ότι το μέτρο αυτό δεν αποτελούσε, ως εκ τούτου, κρατική ενίσχυση.

Αναφορικά με τη μη επιβολή προστίμου στις επιχειρήσεις που δεν εφάρμοζαν το σύστημα της επιστροφής εγγυήσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι αρμόδιες γερμανικές περιφερειακές αρχές αντιμετώπιζαν σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες ως προς το πεδίο εφαρμογής και την ερμηνεία της επίμαχης υποχρέωσης, στο πλαίσιο της συνήθους άσκησης των προνομίων δημόσιας εξουσίας που διαθέτουν. Συνεπώς, έκρινε ότι η μη επιβολή προστίμου δεν συνιστούσε πλεονέκτημα χορηγούμενο μέσω κρατικών πόρων και, άρα, το μέτρο αυτό δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση.

Κατά αυτής της απόφασης προσέφυγε ενώπιον του ΓεΔΕΕ η Dansk Erhverv λόγω παραβίασης των διαδικαστικών της δικαιωμάτων εκ μέρους της Επιτροπής, επειδή η τελευταία δεν εξέτασε εάν η απαλλαγή από την υποχρέωση είσπραξης της εγγύησης παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο, καθώς και επειδή η Επιτροπή λανθασμένα έκρινε ότι τα παραπάνω μέτρα δεν χρηματοδοτήθηκαν με κρατικούς πόρους.

Όσον αφορά την παραβίαση του ενωσιακού περιβαλλοντικού δικαίου (αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ, Οδηγία 94/62), το ΓεΔΕΕ σημείωσε ότι θα ήταν αντίθετο προς το γράμμα του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ να γίνει δεκτό ότι ένα εθνικό μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση, επειδή παραβιάζει άλλες διατάξεις της Συνθήκης, μολονότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται ρητά από τη διάταξη αυτή για την ύπαρξη ενίσχυσης. Δεν είναι δυνατόν, επομένως, να προβληθεί λυσιτελώς αυτό καθεαυτό το γεγονός ότι το μέτρο παραβιάζει άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, πέραν των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι ένα εθνικό μέτρο αποτελεί κρατική ενίσχυση.

Στη συνέχεια, το ΓεΔΕΕ επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής ως προς τα μέτρα της απαλλαγής από την είσπραξη της εγγύησης και του ΦΠΑ. Ειδικά σε σχέση με τον ΦΠΑ, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι, όταν το μέτρο έχει μόνον ως έμμεσο αποτέλεσμα τη μείωση της φορολογητέας ύλης ενός φόρου, όπως συνέβη εν προκειμένω, τότε δεν υφίσταται αρκούντως άμεσος σύνδεσμος μεταξύ του μέτρου αυτού και της απώλειας κρατικών εσόδων και, άρα, η ζημία αυτή, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «συμφυής» με το μέτρο. Επιπλέον, στην υπό κρίση περίπτωση, δεν αποδείχθηκε, κατά το ΓεΔΕΕ, ότι το επίμαχο μέτρο αποσκοπεί, βάσει του σκοπού και της εν γένει οικονομίας του στη χορήγηση πλεονεκτήματος σε ορισμένες επιχειρήσεις μέσω του κρατικού προϋπολογισμού.

Από την άλλη πλευρά, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η Επιτροπή έσφαλε θεωρώντας ότι το μέτρο της μη επιβολής προστίμου δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση, καθώς, προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη δυσχερειών ως προς την ερμηνεία της εφαρμοστέας εθνικής ρύθμισης, θα πρέπει να αποδεικνύεται, επιπλέον, ότι οι δυσχέρειες αυτές είναι προσωρινές και εντάσσονται σε μία διαδικασία βαθμιαίας αποσαφήνισης των σχετικών κανόνων από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Ωστόσο, στην υπό κρίση περίπτωση, το ΓεΔΕΕ διαπίστωσε ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της αυτές τις προϋποθέσεις οι οποίες δεν προκύπτουν ούτε και από τα στοιχεία της δικογραφίας.

Περαιτέρω, το ΓεΔΕΕ διαπίστωσε ότι η ύπαρξη παρεκκλίσεως από την υποχρέωση εισπράξεως της επίμαχης εγγύησης δεν φαίνεται να εφαρμόζεται συστηματικά στο σύνολο των παραμεθόριων ζωνών της Γερμανίας, γεγονός το οποίο αποδυναμώνει την άποψη ότι η μη είσπραξη της εγγύησης και η μη επιβολή προστίμου στηρίζονται σε αντικειμενικούς λόγους αναπόσπαστα συνδεδεμένους με το σύστημα της εγγύησης και οι οποίοι αφορούν την ιδιαιτερότητα των πωλήσεων που πραγματοποιούνται στις συγκεκριμένες ζώνες.

Κατόπιν των ανωτέρω, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι δεν υπήρξε πλήρης και εμπεριστατωμένη εξέταση από την Επιτροπή του μέτρου της μη επιβολής προστίμου, γεγονός το οποίο συνιστά ένδειξη περί της αντιμετώπισης εκ μέρους της σοβαρών δυσχερειών κατά την προκαταρκτική διαδικασία έρευνας. Ως εκ τούτου, το ΓεΔΕΕ ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής και, μάλιστα, στο σύνολό της, κρίνοντας ότι η μη είσπραξη του ΦΠΑ είναι συμφυής με τη μη είσπραξη της εγγύησης, η οποία είναι, επίσης, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μη επιβολή προστίμου στις επιχειρήσεις που δεν εισπράττουν την εγγύηση.

https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=242381&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=1167278
Επιστροφή



ΔηΣΚΕ & αγορά Οδηγός ΜοΚΕ κρατικών ενισχύσεων
      Powered by Softways S.A. Με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ε.Ε.