Αγγλικά

22/02/2024 Ενεργειακό τιμολόγιο κατόπιν διαιτητικής απόφασης – C-701/21 P

Μυτιληναίος και Επιτροπή/ΔΕΗ – Το διαιτητικό δικαστήριο της ΡΑΕ δεν διαφοροποιείται από οποιοδήποτε άλλο διαιτητικό δικαστήριο που συστάθηκε με σύμβαση, και, άρα, δεν εξομοιώνεται με τακτικό δικαστήριο. Δικαστική απόφαση που απορρίπτει αγωγή ακυρώσεως διαιτητικής απόφασης δεν συνεπάγεται τον καταλογισμό του επίμαχου μέτρου στο κράτος
Την περίοδο 1960-2006, η ΔΕΗ και η εταιρεία ‘Μυτιληναίος’ (πρώην Αλουμίνιον της Ελλάδος) είχαν υπογράψει συμφωνία σχετικά με το κόστος του τιμολογίου ηλεκτρικής ενέργειας της Μυτιληναίος. Μετά τη λήξη της συμφωνίας αυτής, προέκυψαν χρόνιες διαφωνίες και διαπραγματεύσεις των μερών, με αποτέλεσμα το 2011 να αποφασίσουν την επίλυση της διαφωνίας μέσω της μόνιμης διαιτησίας της ΡΑΕ. Σκοπός της διαιτησίας ήταν να βρεθεί μία λύση που να ανταποκρίνεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ‘Μυτιληναίος’ που ήταν ο μεγαλύτερος καταναλωτής ενέργειας στην Ελλάδα και ταυτόχρονα να καλύπτεται τουλάχιστον το κόστος της ΔΕΗ. Το 2012, η ΡΑΕ, καθόρισε, με απόφασή της, ένα προσωρινό τιμολόγιο και, εν συνεχεία, το 2013, το διαιτητικό δικαστήριο της ΡΑΕ καθόρισε το τιμολόγιο προμήθειας για την περίοδο 2010-2013. Η ΔΕΗ άσκησε αγωγή ακύρωσης κατά της απόφασης αυτής, η οποία απορρίφθηκε από το Εφετείο Αθηνών.

Παράλληλα, η ΔΕΗ υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή, ισχυριζόμενη ότι το διαιτητικό δικαστήριο χορήγησε στη ‘Μυτιληναίος’ παράνομη κρατική ενίσχυση, στο μέτρο που το επίμαχο τιμολόγιο την υποχρέωνε να προμηθεύει τη Μυτιληναίος με ηλεκτρική ενέργεια σε τιμή κάτω του κόστους, και, επομένως, χαμηλότερη από την τιμή της αγοράς. Με έγγραφο της ΓΔ Ανταγωνισμού, η Επιτροπή ενημέρωσε τη ΔΕΗ ότι η καταγγελία της είχε τεθεί στο αρχείο, επειδή δεν πληρούνταν τα κριτήρια του καταλογισμού στο κράτος της ύπαρξης οικονομικού πλεονεκτήματος υπέρ της ‘Μυτιληναίος’.

Στη συνέχεια, το 2014, η ΔΕΗ άσκησε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του ΓεΔΕΕ, ζητώντας την ακύρωση του προαναφερόμενου εγγράφου της Επιτροπής (T-639/14). Στο μεταξύ, το 2015, η Επιτροπή έκρινε τελικώς, με απόφασή της (SA.38101/2015), ότι η διαιτητική απόφαση δεν χορηγούσε κρατική ενίσχυση υπέρ της ‘Μυτιληναίος’, καθώς η οικειοθελής εκ μέρους της ΔΕΗ υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία ισοδυναμούσε με τη συμπεριφορά ενός συνετού ιδιώτη επενδυτή και, συνεπώς, δεν προέκυπτε πλεονέκτημα. Περαιτέρω, επεσήμανε ότι, εφόσον με την απόφαση αυτή αποτυπώθηκε η οριστική θέση της επί του ζητήματος, έπρεπε να θεωρηθεί ότι το αρχικό της έγγραφο είχε αντικατασταθεί από την εν λόγω απόφαση. Η ΔΕΗ άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως της Επιτροπής SA.38101/2015 (Τ-352/15).

Με δεδομένο ότι είχε εκδοθεί η απόφαση της Επιτροπής SA.38101/2015, το ΓεΔΕΕ έκρινε, με διάταξη, ότι παρέλκει η έκδοση απόφασης επί της προσφυγής στην υπόθεση T-639/14. Ακολούθως, η ΔΕΗ άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του ΔΕΕ (C-228/16 P) κατά της διάταξης του ΓεΔΕΕ, η οποία έγινε δεκτή, καθώς το ΔΕΕ έκρινε ότι η απόφαση που εξέδωσε της Επιτροπής SA.38101/2015 ήταν απλώς επιβεβαιωτική του εγγράφου της ΓΔ Ανταγωνισμού, και ανέπεμψε την υπόθεση στο ΓεΔΕΕ, προκειμένου να κρίνει τη διαφορά επί της ουσίας. Το 2017, η Επιτροπή εξέδωσε δεύτερη απόφαση (SA.38101/2017), με την οποία κρίθηκε, με πανομοιότυπο σκεπτικό, ότι η διαιτητική απόφαση δεν συνεπάγεται τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης, καθώς πληρούνταν το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

Η ΔΕΗ άσκησε εκ νέου προσφυγή ακυρώσεως κατά και της δεύτερης απόφασης της Επιτροπής (T-740/17). Το 2021, το ΓεΔΕΕ συνεκδίκασε τις τρεις εκκρεμείς υποθέσεις (T-639/14 RENV, T-352/15 και T-740/17) και έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς της ΔΕΗ, ακυρώνοντας τις επίμαχες αποφάσεις. Το σκεπτικό βασίστηκε ιδίως στην κρίση ότι ένα διαιτητικό δικαστήριο, το οποίο αποφαίνεται βάσει διαδικασίας προβλεπόμενης από τον νόμο, εκδίδοντας νομικά δεσμευτική απόφαση με ισχύ δεδικασμένου η οποία αποτελεί εκτελεστό τίτλο, πρέπει να εξομοιωθεί με τα τακτικά δικαστήρια του κράτους μέλους και, συνεπώς, να θεωρηθεί ως όργανο του κράτους. Συνεπώς, η απόφαση που εκδίδει ένα τέτοιο διαιτητικό δικαστήριο και με την οποία χορηγείται επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα σε μία επιχείρηση καταλογίζεται στο κράτος και υπόκειται στους κανόνες των κρατικών ενισχύσεων. Περαιτέρω, έκρινε πλημμελή την αξιολόγηση της Επιτροπής περί της απουσίας πλεονεκτήματος, καταλογίζοντάς της πως δεν είχε εξετάσει επαρκώς την υπόθεση, παρά είχε περιοριστεί στην ανάλυση του κατά πόσον ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε υπαχθεί στη διαιτησία που είχε αποδεχθεί η ΔΕΗ. Την ίδια χρονιά, η ‘Μυτιληναίος’ και η Επιτροπή άσκησαν αιτήσεις αναιρέσεως (C-701/21 P & C-739/21 P) ενώπιον του ΔΕΕ.

Το ΔΕΕ, αφού απέρριψε δικονομικούς ισχυρισμούς, εξέτασε, αρχικά, την κρίση του ΓεΔΕΕ περί του καταλογισμού της διαιτητικής απόφασης στο κράτος. Παρατήρησε ότι από τα κριτήρια, στα οποία είχε στηριχθεί το ΓεΔΕΕ, δεν προέκυπτε ότι το διαιτητικό δικαστήριο της ΡΑΕ διαφοροποιείται από οποιοδήποτε άλλο διαιτητικό δικαστήριο που συστάθηκε με σύμβαση, ώστε να εξομοιωθεί με τακτικό δικαστήριο. Πρώτον, διότι κάθε διαιτητικό δικαστήριο που συστάθηκε με σύμβαση αντικαθιστά τα τακτικά δικαστήρια. Δεύτερον, η διαδικασία ενώπιον ενός τέτοιου δικαστηρίου διέπεται κατά κανόνα από τον νόμο. Τρίτον, ο νόμος αυτός μπορεί να προσδώσει στις αποφάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου δεσμευτικό χαρακτήρα, ισχύ δεδικασμένου και εκτελεστότητα. Τέταρτον, οι διαιτητικές αυτές αποφάσεις μπορούν, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να προσβληθούν ενώπιον τακτικού δικαστηρίου. Το γεγονός ότι οι διαιτητές επιλέγονται βάσει ενός καταλόγου που συντάσσεται με απόφαση του προέδρου της ΡΑΕ και πρέπει να αποδεικνύουν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία τους πριν από τον διορισμό τους διαφοροποιεί, πράγματι, το διαιτητικό δικαστήριο της ΡΑΕ από άλλα διαιτητικά δικαστήρια που συστάθηκαν με σύμβαση και των οποίων οι διαιτητές δεν επιλέγονται κατ’ ανάγκην βάσει καταλόγου. Ωστόσο, μόνον το γεγονός αυτό δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το διαιτητικό δικαστήριο της ΡΑΕ διαφέρει από οποιοδήποτε άλλο διαιτητικό δικαστήριο που συστάθηκε με σύμβαση, καθώς αποτελεί απλώς ένα αμιγώς διαδικαστικό στοιχείο το οποίο δεν επηρεάζει τη λειτουργία ή τη φύση του εν λόγω δικαστηρίου. Περαιτέρω, το ΔΕΕ καταλόγισε στο ΓεΔΕΕ πως είχε παραλείψει να εξετάσει εάν το διαιτητικό δικαστήριο της ΡΑΕ είχε υποχρεωτική δικαιοδοσία, ήτοι δικαιοδοσία που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση των μερών, όπως συμβαίνει καταρχήν στην περίπτωση των δικαστηρίων που αποτελούν τμήμα του κρατικού δικαιοδοτικού συστήματος.

Κατόπιν τούτων, το ΔΕΕ επεσήμανε ότι η εν λόγω υπόθεση διαφοροποιείται σημαντικά από την κρίση του στην υπόθεση Micula (C-638/19 P). Πρώτον, διότι στην περίπτωση εκείνη το διαιτητικό δικαστήριο δεν είχε συσταθεί με σύμβαση, αλλά βάσει διμερούς επενδυτικής συμφωνίας. Δεύτερον, διότι στην περίπτωση εκείνη το ΔΕΕ είχε απλώς εξετάσει, εάν η Επιτροπή ήταν αρμόδια να ασκήσει τις αρμοδιότητές της δυνάμει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, είχε κρίνει ότι το καθοριστικό στοιχείο για να διαπιστωθεί το χρονικό σημείο χορήγησης μιας κρατικής ενίσχυσης στους δικαιούχους της με συγκεκριμένο μέτρο είναι η απόκτηση από τους δικαιούχους βέβαιου δικαιώματος λήψης της ενίσχυσης και η αντίστοιχη δέσμευση του κράτους μέλους να τη χορηγήσει. Παρότι είχε διαπιστώσει κατ’ ουσίαν ότι το δικαίωμα αυτό είχε χορηγηθεί αποκλειστικώς και μόνον βάσει της επίμαχης στην υπόθεση εκείνη διαιτητικής απόφασης, ουδόλως είχε συναγάγει εξ αυτού ότι η οικεία διαιτητική απόφαση συνιστούσε, αυτή καθεαυτήν, κρατική ενίσχυση, αλλά είχε διευκρινίσει ότι δεν ήταν αρμόδιο, στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η ίδια απόφαση, να κρίνει κατά πόσον το επίμαχο μέτρο, ήτοι η διαιτητική απόφαση, συνιστούσε, από ουσιαστική άποψη, κρατική ενίσχυση.

Έπειτα, το ΔΕΕ έκρινε ότι η απόφαση του Εφετείου Αθηνών που απέρριψε την αγωγή ακύρωσης της ΔΕΗ κατά της διαιτητικής απόφασης δεν οδηγεί σε καταλογισμό του μέτρου στο κράτος. Ο δικαστικός έλεγχος αφορά μόνον τη νομιμότητα της διαιτητικής απόφασης, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί πράξη αποκλειστικώς καταλογιστέα στο διαιτητικό όργανο που την εξέδωσε. Στο πλαίσιο αυτό, επανέλαβε τη νομολογία Dobeles Hes, κατά την οποία μία δικαστική απόφαση δεν θεσπίζει κρατική ενίσχυση.

Το ΔΕΕ διευκρίνισε, ωστόσο, ότι δεν θα ήταν ίδια η κρίση του, εάν η διαιτητική διαδικασία στο σύνολό της ήταν αποτέλεσμα μηχανισμού επιβεβλημένου από το ελληνικό δημόσιο, με σκοπό την καταστρατήγηση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων μέσω της διαδικασίας αυτής. Τούτο, διότι ένας ιδιώτης επιχειρηματίας δεν θα είχε συναινέσει, υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, να ενταχθεί σε έναν τέτοιο μηχανισμό.

Βάσει των ανωτέρω, το ΔΕΕ καταλόγισε στο ΓεΔΕΕ πλάνη περί το δίκαιο στο μέτρο που είχε κρίνει ότι η απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου της ΡΑΕ μπορούσε να καταλογιστεί στο κράτος και αναίρεσε την απόφασή του. Εν συνεχεία, απέρριψε το ίδιο τους ισχυρισμούς της ΔΕΗ που αφορούσαν στην επικαλούμενη παράλειψη της Επιτροπής να εξετάσει το επίμαχο τιμολόγιο, όπως προέκυψε από τη διαιτητική απόφαση. Έκρινε ότι, βάσει του παραπάνω σκεπτικού, η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση, υπό τις περιστάσεις της επίμαχης υπόθεσης, να αναλύσει το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης προκειμένου να εξακριβώσει εάν η απόφαση της ΔΕΗ να συνάψει τη συμφωνία διαιτησίας είχε παράσχει πλεονέκτημα στη Μυτιληναίος. Ως προς τα υπόλοιπα επιχειρήματα της ΔΕΗ, το ΔΕΕ ανέπεμψε την υπόθεση στο ΓεΔΕΕ για νέα κρίση.

https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=65F2C48A0D5C63F2D9BDDA78EB4D6C63?text=&docid=283043&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=6640612
Επιστροφή



ΔηΣΚΕ & αγορά Οδηγός ΜοΚΕ κρατικών ενισχύσεων
      Powered by Softways S.A. Με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ε.Ε.